Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Συνέχισε να προσπαθείς…

Σε καιρό πειρασμού μη αφήνεις τη θέση σου· μη λιποτακτήσεις· μη θελήσεις να δείξεις του άλλου το σφάλμα…

Και τώρα που νικήθηκες και έπεσες μία φορά να είσαι άγρυπνος στο εξής σε αυτό το πάθος. Διότι ο πειρασμός πάντοτε στέκει πλάι σου· και σ’ όποιον πόλεμο νικήθηκε μία φορά -και εκατό χρόνια να περάσουν- μόλις έλθει ο άνθρωπος σ’ εκείνο το πράγμα, που νικήθηκε την πρώτη φορά, αμέσως τον ρίχνει και πάλι..

Γι’ αυτό λέω σε σένα και σ’ όλους τους αδελφούς, ότι σε κάθε πόλεμο του εχθρού πρέπει να βγεις νικητής. Ή να πεθάνεις στον αγώνα· ή με το Θεό να νικήσεις. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Σε καιρό πειρασμού μη αφήνεις τη θέση σου· μη λιποτακτήσεις· μη θελήσεις να δείξεις του άλλου το σφάλμα· μη ζητήσεις το δίκαιο· αλλά σιωπώντας μέχρι θανάτου να περάσεις τον πειρασμόν και την ταραχή.

Και, αφού περάσει ο πειρασμός και γίνει τέλεια ειρήνη -είτε Γέροντας είσαι, είτε υποτακτικός- τότε δείξε χωρίς πάθος τη ζημία και την ωφέλεια. Και έτσι οικοδομείται η αρετή.

Όλοι οι πειρασμοί και οι θλίψεις θέλουν υπομονή, και αυτή είναι η νίκη τους. Σημείωσε τα ονόματα όσων υπέμειναν έως θανάτου σε καιρό πειρασμού, που γίνεται στο στόμα το σάλιο τους αίμα για να μη μιλήσουν. Αυτούς να τους έχεις σε μεγάλη ευλάβεια και να τους τιμάς ως Μάρτυρες, ως Ομολογητές.

Αυτούς, εγώ αγαπώ, και γι’ αυτούς οφείλω να χύνω κάθε ημέρα και την τελευταία ρανίδα μου εν αγάπη Χριστού. Διότι τον βλέπεις ότι υπομένοντας προτιμά μύριους θανάτους, παρά να βγάλει από το στόμα του λόγο ψυχρό.

Και, όταν τον πνίγουν οι άνθρωποι, τον πνίγει το δίκαιο, τον πνίγει και ο εσωτερικός λογισμός· και αυτός μαχόμενος ατονεί και πέφτει σαν νεκρός· και συνεχίζει να μάχεται νοερά με τον πειρασμόν και παίρνει όλα τα βάρη επάνω του πονώντας και στενάζοντας ως φταίχτης.

Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής

askitikon.eu

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Το "Κούτσικο" του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή



☦ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ ☦
Το "Σκουπίδι" του Αγίου γέροντα Ιωσήφ που Αγίασε εν ΖΩΗ 

– Μία ημέρα, των Αγίων Αποστόλων ήταν, ήρθε ο παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια να μας λειτουργήσει..
Και μου έδωσε εντολή ο Γέροντας Ιωσήφ να μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι, επειδή ο παπα-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος και στα πρόθυρα σχεδόν της φυματιώσεως.
Έσπευσα στην υπακοή και εκεί που του μαγείρευα, ο Γέροντας στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και μου έλεγε:
– Δεν ξέρεις να μαγειρεύεις τρομάρα να σου ’ρθει.
Έτσι μαγειρεύει ο κόσμος και θες να το φάη κι ο παπάς;

– Μόλις τελείωσα, ήρθε στο τσαρδάκι που είχαμε για μαγειρείο και μου λέει:
– Άντε, ζαβέ, φέρ’ το γρήγορα!

– Πήγα το φαγάκι και το έδωσα στον παπά.
– Φύγε από μπροστά μου!
Να χαθής, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου!
Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.
Πήρα λοιπόν την ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου, που ήταν δίπλα. Έ!
Μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα, ήρθε η ευλογία του Θεού με την ευχή του Γέροντα!..
Είχα τέτοια επίσκεψη από τον Θεό, που μόνο τα σωματικά μου μάτια δεν έβλεπαν τους Αγίους Αποστόλους!
......Τόση Χάρις!
.. Τόση ευλογία!
Παράδεισος στην καρδιά μου!
...Ποτάμι τα δάκρυά μου..
Όχι γιατί με μάλωσε ο Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά και την θεία ευφροσύνη, που ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.
Ήταν η γιορτή τους και επειδή οι Άγιοι Απόστολοι υβρίσθηκαν για τον Χριστό, χλευάσθηκαν και μαστιγώθηκαν από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, βλέποντας ο Χριστός και τον δικό μου μηδαμινό αγώνα έστειλε την ευλογία Του.
Δεν ήξερα πού βρισκόμουν.
Έπεσα κάτω και έκλαιγα, από την πολλή μακαριότητα που ζούσε η ψυχή μου!
Κι έλεγα μέσα μου: «Τι καλό μου έκανε ο Γέροντας!».

Ο Γέροντας, παρ’ όλη την σωματική μου αδυναμία, αποφάσισε να με κάνη μάγειρα για την συνοδεία.
Έτσι μια μέρα, χωρίς πολλές επισημότητες, έρχεται και μου λέει:
– Κούτσικο.
– Ευλόγησον!
– Μαγείρεψε.
– Πού να μαγειρέψω;
– Έξω.
Σκεφτόμουν: «Πού έξω, γειά;» Μήπως υπήρχε και κανένα μαγειρείο; Άντε να μαζέψω κλαδιά, να ανάψω φωτιά για να μαγειρέψω. Και τι φαΐ να κάνω αφού δεν είχα ιδέα από μαγειρική; Μ’ έπιασαν οι λογισμοί: «Πού να κάνης φαΐ τώρα εσύ; Πού να πλένης τα πιάτα έξω, αφού δεν υπάρχει μέρος;» Όμως, οι πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινάνε, τι θα φάνε;
Το μέρος ήτανε ανοιχτό και το έπιανε ο αέρας.
Αλλά ένας αέρας..
...Παναγία βοήθα!

Και αδύνατος όπως ήμουν, ο αέρας κόντευε να πάρη κι εμένα μαζί και να με ρίξη στον γκρεμό.
Άμα ξεκινούσε αυτός ο αέρας, έπρεπε να επιστρατεύσω όλους τους καλούς λογισμούς υπομονής, διότι αμέσως είχα πόλεμο.
Το πονηρό πνεύμα του γογγυσμού και της βλασφημίας ήταν διαρκώς δίπλα μου και λίγο να έσπαζε η υπομονή μου, μου ψιθύριζε: «Τι Θεός αγάπης είναι Αυτός που σε τυραννά με τόσους μανιασμένους αέρηδες;» Κι εγώ αντέλεγα: «Σκάσε, μη μιλάς καθόλου!».

Αργότερα κάναμε ένα τσαρδάκι, με κλαριά από πουρνάρια, για να στεγάσουμε το «μαγειρείο».
Αλλά ο δυνατός αέρας τα έπαιρνε όλα και τα έκανε ανεμόπτερο!
Έβαζα δύο πέτρες για πυροστιά και τον τέτζερη πάνω και μόλις φυσούσε ο αέρας έφευγαν τα καπάκια, έφευγε και ο τέτζερης και όλα κατρακυλούσαν στον κατήφορο.
Και φώναζε και ο Γέροντας:
– Ζαλισμένοοο!!!
....Βρε κούτσικοοο, σου φύγανε τα πράγματααα....
......Τρέξε να τα βρης..
Πού να τα βρης; Αυτά είχαν φύγει και έτρεχα στον κατήφορο, μέσα στο αγιάζη και την βροχή, να βρω τα τετζέρια και τα καπάκια.
....Ώχ, Θεέ μου!
Ακόμα και τον χειμώνα μαγειρεύαμε έξω από το καλύβι του Γέροντα, τρώγαμε όμως μέσα στην καλύβα του.

Μετά το γεύμα, έπρεπε να πλύνω τα τσίγκινα πιάτα μας, έξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, αγιάζι, αυτά πλενόντουσαν έξω. Να είσαι άρρωστος, γριπιασμένος και να πρέπη να βγης στα βράχια και στον παγωμένο αέρα, για να πλύνης τα πιάτα.
Είχαμε μια στάμνα σπασμένη, με νερό από το καταστάλαγμα του βράχου και σε μια τρύπα που είχε, βάζαμε ένα σωλήνα και έτσι πλέναμε τα πιάτα, με «τρεχούμενο» νερό.

Τα χέρια μας ξύλιαζαν από το παγωμένο νερό, διότι δεν είχαμε μέρος να το ζεστάνουμε.

Τα δε μαχαιροπήρουνα, με τα οποία τρώγαμε, δεν τα πλέναμε. Όταν τελειώναμε το φαγητό μας, απλώς σκουπίζαμε το πηρούνι και το κουτάλι με την πετσέτα και τα τυλίγαμε.
Αλλά αφού δεν πλέναμε ούτε τις πετσέτες, σιγά-σιγά κι αυτές γίνονταν σκληρές σαν το πετσί..

Έτσι οι πετσέτες είχαν γίνει τόσο βρώμικες που άμα τις έπλενες θα ’κανες σούπα με το απόνερο.

Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πολύ πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας.
Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σ’ αυτά και το απόπλυμα, όποιο κι αν ήταν, κατόπιν το πίναμε..
Έτσι και τα πιάτα πρόχειρα επλένοντο και νερό δεν εξοδεύετο πολύ.
Κι έτσι κάναμε όλοι μας.
Και οι ξένοι που ήρχοντο έπρεπε να κάνουν το ίδιο….

Λίγοι ασκητές πέρασαν από το Άγιον Όρος τον 20ο αιώνα με τέτοια αυστηρή άσκηση και θεωρία Θεού.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν αυστηρός αλλά και γενναίος.
Ανυποχώρητος σε θέματα υπακοής αλλά και γεμάτος αγάπη.
Είχε απόλυτη πίστη στον Θεό και πολλή διάκριση

Γεροντικον



Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Ο Χριστός μας σήκωσε το Σταυρό, και μείς θα σηκώσουμε. (Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής)

 


Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψη, διότι είναι στην εξορία. Μή ζητείς τελεία ανάπαυση. Ο Χριστός μας σήκωσε το Σταυρό, και μείς θα σηκώσουμε. Όλες τις θλίψεις, εάν τις απομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρά Κυρίου. Γι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να δοκιμάζει το ζήλο και την αγάπη, που έχουμε προς αυτόν.  Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός,  δεν μαθαίνει τα πνευματικά,  δεν φθάνει σε μέτρα Αρετής και τελειώσεως.

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής


Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Αγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής

 

Τὸ γὰρ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου 

γέγονεν τεῖχος χαλκοῦν 

καὶ ἐμποδίζει τὸν ἀπὸ Θεοῦ φωτισμὸν 

καὶ τὴν εἰρήνην. 

 άγιος Ιωσήφ ο ησυχαστής

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Εδιάβασα και του Αγίου Νεκταρίου τες επιστολές και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος Άγιος....

 Εδιάβασα και του Αγίου Νεκταρίου τες επιστολές και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος Άγιος....

Παιδί μου, εύχομαι να είσαι καλά.
Μόλις και εγώ έγινα κάπως καλύτερα.
Η ζωή μου εμένα έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας. Και τώρα πάλιν δι’ εσάς ήλθα εις θάνατον. Είπα, ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά.
Και τελείως δεν έτρωγα.
Ήμουν και πρώην εξηντλημένος, και τώρα πάλιν τελείως νηστεία.
Εστείλατε τόσα γλυκά, μήτε που τα εγεύθην.
Τυρί δεν εδοκίμασα.
Μόνον χόρτα νερόβραστα δίχως ψωμί.
Δεν επέρασε πολύ, έπεσα. Εκατόν είκοσι ενέσεις…
Τρεις φορές με ενυκτέρευσαν ότι θα απέθνησκα.
Εφώναξαν όλους κοντά μου.
Τους ευχήθην δια τελευταίαν φοράν.
Έκλαιον επάνω μου νυχθημερόν. Τέλος και πάλιν εγύρισα.
Μου έστειλαν ένα ιδιότροπον φάρμακον και αυτό, μετά Θεόν, ήτο η θεραπεία μου.
Είχα σαράντα ημέρες να φάγω. Όταν επήρα το φάρμακον, έφαγα, εκοιμήθην, εκαλυτέρευσα.
Δόξα σοι ο Θεός! Άρχισα κάπως να κινούμαι, να γράφω.
Ενόσω, παιδί μου, ζώ, θα σε εύχωμαι· έως να γράψης ότι έγινες καλά.
Αν πάλιν αποθάνω, θα ενθυμήσαι ότι το Γεροντάκι αυτό αρρώστησε και απέθανε δια να σώση ημάς.
Θάρρος! Δεν είσαι μόνον εσύ.
Κόσμος είναι πολύς.
Εγώ, ήλθαν κοντά μου πολλοί, και με προσευχήν και νηστείαν εθεραπεύθησαν.
Τώρα όμως, δεν με ακούει ο Κύριος, δια να μάθω και τα φάρμακα και τους ιατρούς.
Να γίνω συγκαταβατικός εις τους άλλους.
Εδιάβασα και του Αγίου Νεκταρίου τες επιστολές και είδα πόσον προσείχε εις τους ιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος Άγιος!
Εγώ ο πτωχός ασκητής όλο εις την έρημον εγήρασα και ήθελα μόνον με την πίστιν να θεραπεύσω.

Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις.
Λοιπόν τώρα θα λέγω και εγώ ωσάν τον Άγιον: Κύτταξε να γίνης καλά· να διορθώσης τα νεύρα σου με ό,τι τρόπον ημπορείς, και θα εύρης πάλιν την προσευχήν σου και την ειρήνην.
Φρόντισε να βοηθήσης όσον ημπορείς τον εαυτόν σου.
Να επιβάλλεσαι εις την όρεξιν να μην τρώγης ό,τι γνωρίζεις πως είναι βλαπτικόν της υγείας σου.
και θα σου λογισθή ως νηστεία ενώπιον του Κυρίου.
Και, μη λέγης, παιδί μου, με τον λογισμόν σου, διατί το ένα και διατί το αλλο. Άβυσσος τα κρίματα του Θεού.
Ας έχη δόξαν ο Κύριος όπου όλους μας αγαπά. Η αγάπη του εις τας ασθενείας μας και θλίψεις γνωρίζεται.
«Η γάρ δύναμίς μου, λέγει, εν ασθενείαις τελειούται».
Αυτή του Χριστού η αγάπη έκαμε και εμένα να λυπηθώ και να πάσχω μαζί σου. Όμως μη φοβήσαι τον πειρασμόν.
Δοκιμασία είναι.
Αφήνει ο Θεός όσον νομίζει και εις το τέλος η αγαθότης του θα νικήση.
Εγώ τώρα εικοσιπέντε δράμια ψωμί την ημέρα και ολίγον φαγάκι και αγρυπνία όλην την νύκτα.

Έρχεται ο Σατανάς μακρυά και ουρλιάζει, αλλά δεν πλησιάζει.
Πηγαίνει στ’ αδέλφια σου και με φαντασίες τους φοβερίζει.

Ας μη φοβούνται. Εμένα οκτώ χρόνια εις την αρχήν με πολεμούσαν οι Δαίμονες παντοιοτρόπως και πλάι δεν εκοιμήθην.
Όρθιος μόνον ή ολίγον καθήμενος.

Λοιπόν μη φοβήσθε.
Μόνον προσευχή, πίστις θερμή και δάκρυα. Μόνον οταν αμαρτάνη κανείς, αυτός να φοβήται τον διάβολον.
Τότε ημπορεί ο εχθρός να του κάμη κακόν, διότι αφήνει ο Κύριος.
Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, Επιστολή 49, έκδ. Ι. Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος 62003, σσ. 283-285.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Ὅταν η νοικοκυρά εργάζεται μέσα στο σπίτι της να λέει ταυτοχρόνως και την ευχή.. Θα φύγουν όλοι οι λογισμοί!

 


Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία
ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς:
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή,
ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ
συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα.
Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα.
Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτῃ τὴν εὐχήν.

Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψῃ τὴν εὐχήν,
τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.
Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της
καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει,
ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως.
Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της
θὰ γίνῃ ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος.
Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της
καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα,
θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της
καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον
καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν,
θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της
καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος.

Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής


«Γλυκιά μου Μανούλα, βοήθησέ με, οδήγησέ με πώς να σωθώ... »

 


Γίνου λοιπόν ένα παιδάκι μικρόν, με την παιδικήν του απλότητα, 
και ρίξου στους πόδας της γλυκιάς σου Μανούλας, της Παναχράντου Μητρός Του, 
όπου βαστάζει ως βρέφος μικρόν, τον Μέγαν Θεόν.

Και κλάψε και φώναζε με αγάπη πολλήν:

«Γλυκιά μου Μανούλα, βοήθησέ με, οδήγησέ με πώς να σωθώ! 
Μεσίτευσε, Μάνα μου, εις τον Υιόν σου να με οδηγήσει πώς να σωθώ. 
Τι είναι το θέλημά Του να κάνω, και τι από Αυτόν να ζητώ. 

Να μου ανοίξει τους οφθαλμούς της ψυχής, όπου είναι κλειστοί και δεν Τον βλέπω, 
όταν εκείνος με βλέπει εις κάθε στιγμή, αλλά συνεχώς των λυπώ.»

Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής