Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (Hans Christian Andersen, Ἀπόδοση ἀπό τά σουηδικά του π. Εὐσεβίου Βίττη μέ μικρή διασκευή)

Μιά μάνα καθόταν κοντά στό μικρό της παιδάκι. Ἦταν πολύ θλιμμένη. Φοβόταν πῶς θά πέθαινε. Τό παιδάκι ἦταν κάτωχρο. Τά ματάκια τοῦ κλειστά καί ἡ ἀναπνοή τοῦ μόλις ποῦ ἀκουγόταν. Ποῦ καί ποῦ ἀνάσαινε βαθιά σάν νά στέναζε. Καί ἡ μητέρα τοῦ θωροῦσε ὅλο καί πιό θλιμμένα τό φτωχό πλασματάκι.


Τότε ἀκριβῶς κάποιος χτύπησε τήν πόρτα. Ἡ μητέρα ἄνοιξε τήν πόρτα. Μπῆκε τότε ἕνας φτωχός γεροντάκος τυλιγμένος μέ ἕνα χοντρό μάλλινο ροῦχο, γιατί ἔξω ἦταν ἄγριος χειμώνας. Τά πάντα ἔξω ἦταν σκεπασμένα μέ χιόνι καί πάγο. Ὁ ἄνεμος σφύριζε ἄγρια καί μαστίγωνε ἀλύπητα τό πρόσωπο τοῦ ὅποιου ὁδοιπόρου.

Ἐπειδή ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπό τό κρύο, μόλις τό παιδάκι ἀποκοιμήθηκε γιά λίγο, βγῆκε ἡ μάνα ἔξω ἀπό τό δωμάτιο καί ἑτοίμασε ἕνα ζεστό στόν γέροντα. Ἡ μητέρα ξανακάθισε στό κάθισμά της δίπλα στόν γέροντα, κοίταξε μέ βλέμμα τρυφερό τό ἄρρωστο παιδάκι της, ποῦ ἀνάσαινε ὅλο καί πιό βαριά καί κράτησε στοργικά τό λεπτό του χεράκι.

Τί λές, εἶπε ἡ μητέρα στόν γέροντα, θά μπορέσω νά κρατήσω τελικά κοντά μου τό μικρό μου παιδί; Πιστεύω πῶς ὁ Κύριός μας δέν θά θελήσει νά μό΄ὕ τό πάρει.

Ὁ γέροντας, ποῦ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, κούνησε τό κεφάλι του, ἀλλά μέ τέτοιο τρόπο, ποῦ σήμαινε καί ναί καί ὄχι.
Ἡ μητέρα χαμήλωσε τό βλέμμα της. Δάκρυα καυτά κύλισαν στά μάγουλά της. Τό κεφάλι τῆς ἔγινε βαρύ. Τρεῖς νύχτες καί τρεῖς μέρες δέν ἔκλεισε μάτι. Καί τώρα ἐνίωθε ἀκατανίκητη τήν ἀνάγκη νά κλείσει τά μάτια της, ἔστω καί γιά λίγο. Τήν πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος, μόνο γιά λίγο ὅμως, γιατί ἀμέσως τινάχτηκε, ἀπότομα ἐνῶ ἔτρεμε ἀπό τό ξαφνικό κρύο στό πρίν ἀπό λίγο πολύ ζεστό δωμάτιο.

Τί εἶναι αὐτό πάλι; εἶπε κοιτάζοντας γύρω της. Νόμιζε πῶς ὀνειρευόταν.Ἀλλά ὄχι! ΄Ἦταν ξύπνια. ὅμως τό γεροντάκι εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Τό ἴδιο καί τό ἀγαπημένο τῆς παιδί. Τό εἶχε πάρει μαζί του! Στή γωνιά τό παλιό ρολόϊ τοῦ τοίχου γύριζε, ὁλοένα γύριζε. Τό βαρύ μολυβένιο του βαρύδι γλίστρησε βαριά στό δάπεδο. Μπούμ! ἀκούστηκε στή γαλήνη, ποῦ βασίλευε μέσα στό δωμάτιο. Καί τό ρολόϊ σώπασε κι αὐτό.

Ἡ φτωχή μητέρα πετάχτηκε ἔξω ἄπ τό σπίτι καί φώναζε ἀναζητώντας τό παιδί της.

Ἐκεῖ ἔξω μέσα στά χιόνια καθόταν μιά γυναίκα ντυμένη μέ μαῦρο μακρύ φόρεμα. Αὐτή εἶπε στή μητέρα. Ὁ θάνατος ἦταν στό σπίτι σου. Τόν εἶδα, ποῦ ἔφευγε βιαστικός μέ τό παιδί σου στήν ἀγκαλιά του. Τρέχει πιό γρήγορα ἄπ τόν ἄνεμο καί ποτέ δέν δίνει πίσω ὅ,τι πῆρε.

Πές μου, σέ παρακαλῶ, εἶπε ἡ πονεμένη μάνα, ποιόν δρόμο πῆρε; Δεῖξε μου τό δρόμο κι ἐγώ θά τόν βρῶ.

Ξέρω ποιόν δρόμο πῆρε, εἶπε ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα. Προτοῦ ὅμως σου δείξω τό δρόμο, πρέπει νά μοῦ τραγουδήσεις ὅλα τά τραγούδια, ποῦ τραγούδησες στό παιδί δού. Μοῦ ἀρέσουνε τόσο πολύ! Τά ἔχω ξανακούσει, ὅταν τά τραγουδοῦσες.

Θά σού τά τραγουδήσω ὅλα, ὅλα, εἶπε ἡ μάνα, ἀλλά μή μέ ἐμποδίζεις τώρα. Εἶναι ἀνάγκη νά συναντήσω τό θάνατο, νά βρῶ τό παιδί μου!
Ἡ νύχτα δέν ξαναμίλησε. ΄Ἔμεινε σιωπηλή καί σοβαρή.

Τότε ἡ μάνα ἔπλεξε τά χέρια της καί τραγούδησε καί ἔκλαψε. Καί ἦταν τόσο πολλά τά τραγούδια της! Μά ἀκόμα πιό πολλά τά δάκρυά της.

Ἡ νύχτα τότε τῆς εἶπε (πήγαινε πρός τά δεξιά, στό σκοτεινό δάσος. Ἐκεῖ εἶδα τό θάνατο νά πηγαίνει μέ τό παιδάκι σου.

Προχώρησε βαθιά μέσα στό δάσος ἡ μάνα ὅμως ἐκεῖ διασταυρωνόταν τά μονοπάτια. Δέν ἤξερε πιά πρός τά ποῦ νά πάει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἦταν κι ἕνας ἀγκαθωτός θάμνος. Δέν εἶχε οὔτε φύλλα οὔτε λουλούδια. Πῶς νά ἔχει, ἀφοῦ τώρα ἦταν χειμώνας; Στά κλαδιά τοῦ κρέμονταν μονάχα κρύσταλλα πάγου.

Μήπως εἶδες τό θάνατο νά περνάει ἀπό ἐδῶ μέ τό παιδάκι μου στήν ἀγκαλιά του; ρώτησε ἡ μάνα.

Καί βέβαια τόν εἶδα, εἶπε ὁ θάμνος. Δέ σού λέω ὅμως ποιό μονοπάτι πῆρε, ἄν δέν μέ ζεστάνεις πρῶτα στή μητρική σου ἀγκαλιά. Εἶμαι τόσο παγωμένος, σέ λίγο θά παγώσω ὁλότελα καί θά πεθάνω.

Ἡ μάνα ἀγκαλίασε τότε σφιχτά στό στῆθος τῆς τό θάμνο γιά νά ζεσταθεῖ. Τ ἀγκάθια τοῦ μπήχτηκαν στίς σάρκες της. Τό αἷμα ἀνάβλυζε καυτό ἄπ τίς πληγές τῆς μάνας. ὅμως ὁ θάμνος ζεστάθηκε. Καινούργια πράσινα φύλλα σκέπασαν τά κατάξερα κλωνιά του καί ἀνθοί πρόβαλαν πάνω σ αὐτά καταμεσίς στήν παγωμένη χειμωνιάτικη νυχτιά.

Τόσο θερμή ἦταν ἡ καρδιά τῆς πονεμένης μάνας! Ὁ θάμνος τότε τῆς ἔδειξε τό μονοπάτι, ποῦ ἔπρεπε νά πάρει.

Περπάτησε, περπάτησε ὅσο μποροῦσε πιό γρήγορα ἡ μάνα χωρίς οὔτε στιγμή νά κάτσει κι οὔτε γιά λίγο νά σταθεῖ νά ξαποστάσει.΄Ἔτσι ἔφτασε στήν ἀκτή μιᾶς θάλασσας ὅμως δέν βρίσκονταν ἐκεῖ οὔτε καράβι, μά οὔτε καί βάρκα. Ἡ θάλασσα δέν ἦταν τόσο παγωμένη γιά νά μπορεῖ νά τήν κρατήσει ἐπάνω της ὁ πάγος. Μά οὔτε πάλι τόσο ρηχή γιά νά μπορέσει νά τή διασχίσει περπατώντας στό βυθό της. Καί ὅμως ἔπρεπε νά περάσει, ἄν ἤθελε νά βρεῖ τό παιδάκι της.

΄Ἔσκυψε τότε χαμηλά καί ἄρχισε νά πίνει τό νερό τῆς θάλασσας.΄Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νά πιεῖ ὅλο τό νερό τῆς θάλασσας γιά ν ἀνοίξει ὁ δρόμος. Δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος.ὅμως ἡ πονεμένη μάνα σκεφτόταν μήπως γίνει κάποιο θαῦμα, γιά νά μπορέσει νά καταπιεῖ ὅλη τή θάλασσα.

Ὄχι, αὐτό δέ γίνεται τῆς εἶπε τότε ἡ θάλασσα. Θά ἤθελα ὅμως νά κάναμε οἱ δυό μας μιά συμφωνία, γιά νά σέ ἀφήσω νά περάσεις. Μοῦ ἀρέσει νά μαζεύω ὄμορφα μαργαριτάρια. Τά δικά σου μάτια εἶναι τά πιό φωτεινά καί τά πιό λαμπερά ἄπ ὅσα μέχρι τώρα εἶδα. ἄν μου τά δώσεις, θά σέ πάρω στή ράχη μου καί θά σέ μεταφέρω στό θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ μένει ὁ θάνατος καί φροντίζει καί καλλιεργεῖ λουλούδια καί δέντρα.

Κάθε λουλούδι καί κάθε δέντρο εἶναι κι ἀπό μιά ἀνθρώπινη ζωή.
Καί τί δέ θά δινα, γιά νά μπορέσω νά πάω ὡς τό παιδί μου,ἀπάντησε μέ δάκρυα ἡ μάνα. Καί ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥσπου τά μάτια τῆς ἔπεσαν στό βυθό τῆς θάλασσας καί ἔγιναν ἐκεῖ ἀτίμητα μαργαριτάρια.

Κι ἡ θάλασσα, πιστή στό λόγο της, τή σήκωσε στή ράχη της καί τή μετάφερε στήν ἀπένατι ἀκτή. Ἐκεῖ βρισκόταν ἕνα θαυμάσιο εὐρύχωρο σπίτι. Ἡ φτωχή μάνα δέν ἦταν σέ θέση νά μαντέψει, ἄν ἦταν κάποιο βουνό μέ δάσος καί σπηλιές ἤ ἄν ἦταν κάτι ἄλλο. Ἡ μάνα δέν ἔβλεπε πιά. Τά μάτια τῆς τά εἶχε δώσει στή θάλασσα.

Πῶς θά μπορέσω νά βρῶ τό θάνατο, ποῦ ἔφυγε μαζί μέ τό παιδί μου, ἀναρωτήθηκε ἡ μάνα.

Δέν ἦρθε ἀκόμα ἐδῶ, τῆς ἀποκρίθηκε τότε μιά φωνή.
Ἦταν μιά γερόντισσα, ποῦ φρόντιζε τό σπίτι τοῦ θανάτου.

Πῶς ὅμως μπόρεσες νά ἔρθεις ὡς ἐδῶ; τή ρώτησε. Ποιός σέ βοήθησε;

Ὁ Κύριος μέ βοήθησε, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα. Πιστεύω πὡς κι ἐσύ θά φανεῖς σπλαχνική. Θά μπορέσω νά βρῶ τό παιδί μου;

Δέν τό ξέρω, εἶπε ἡ γερόντισσα. Καί ἐσύ πάλι δέ βλέπεις. Πολλά λουλούδια καί δέντρα μαράθηκαν ἀπόψε κι ὁ θάνατος, ὅπου νά ναί, ἔρχεται γιά νά τά μεταφυτέψει. Θά ξέρεις πῶς κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό δέντρο του ἤ τό λουλούδι τῆς ζωῆς τοῦ ἐδῶ. Ἐξωτερικά φαίνονται σάν τά ἄλλα φυτά. ὅμως δέν εἶναι ἴδια μέ τά ἄλλα. Τοῦτα ἐδῶ ἔχουν καρδιά, ποῦ χτυπάει. Καί ἡ καρδιά τῶν παιδιῶν κι αὐτή τό ἴδιο πάλλει. Πάρε αὐτόν τό δρόμο. ΄Ἴσως ἀναγνωρίσεις τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ σου.΄Ὅμως πές μου τί θά μοῦ δώσεις, ἄν σου πῶ, τί πρέπει νά κάνεις ἔπειτα;

Δέν ἔχω τίποτε πιά νά δώσω, εἶπε ἀναστενάζοντας μέ πόνο ἡ μάνα. ὅμως θά μποροῦσα νά πάω ὡς τήν ἄκρη τοῦ κόσμου γιά χατήρι σου.

Δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη νά πᾶς ὡς ἐκεῖ, εἶπε ἡ γερόντισσα. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ δώσεις τά ὄμορφα μαῦρα σου μαλλιά. Τό ξέρεις καί ἡ ἴδια πόσο ὡραία εἶναι. Μοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ. Ἀντί γί αὐτά θά σού δώσω τά δικά μου ἄσπρα μαλλιά. Κάτι εἶναι κι αὐτό.

Αὐτό εἶναι ὅλο; Τίποτε ἄλλο μή μοῦ ζητήσεις καί τά μαλλιά μου σού τά δίνω μετά χαρᾶς! Καί τῆς ἔδωσε τά δικάτης μαῦρα μαλλιά καί πῆρε τά ἄσπρα της γερόντισσας.

΄Ἔπειτα πῆγαν στό μεγάλο θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ ἔβλεπε κανείς λογής λογης λουλούδια καί δέντρα χίλιων λογιῶν. Ἐδῶ βρίσκονταν τριαντάφυλλα, πάρα πέρα χρυσάνθεμα καί πιό ἐκεῖ γαρύφαλλα ἐξαίσια. Μερικά φαίνονταν γερά, ἄλλα ἄρρωστα. Νερόφιδα ἀναπαύονταν πάνω σ αὐτά καί μαῦρες καραβίδες ἕσφιγγαν μέ τίς τανάλιες τούς τό κοτσάνι τους.

Ἀλλοῦ πάλι ὑψώνονταν μεγαλόπρεπα πλατάνια, ὡραιότατες φοινικιές, περήφανες βαλανιδιές κι ἀλλοῦ μοσχοβολοῦσε θυμάρι μέ ὄμορφα λιλά λουλουδάκια. Κάθε δέντρο καί κάθε λουλούδι εἶχε τό ὄνομά του. ΄Ὅλα ἀντιπροσώπευαν ἀνθρώπινες ζωές στόν κόσμο ἐτοῦτον. Καί ἦταν ζωές ἄλλες ἄπ τήν Κίνα, ἄλλες ἄπ τή Γροιλανδία, ἄλλες ἀπό τήν Εὐρώπη καί γενικά ἄπ ὅλον τόν κόσμο.

΄Ἔβλεπε κανείς δέντρα μεγάλα νά εἶναι φυτρωμένα σέ μιά μικρή γλάστρα, ἕτοιμη νά σπάσει. Κι ἔβλεπε ἐπίσης σέ κάποιες μεριές μερικά ἀρρωστιάρικα λουλούδια σέ παχειά γῆ μέ λίπασμα ἄφθονο, πολύ φροντισμένα, παραχαϊδεμένα θά λεγες.

 Ἡ φτωχή ὅμως μάνα ἔσκυβε στά πιό μικρά λουλουδάκια κι ἄκουγε τήν ἀνθρώπινη καρδούλα τους νά χτυπάει. Δέν ἄργησε ἀνάμεσα στά ἑκατομμύρια λουλούδια νά ἀναγνωρίσει τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ της.
Αὐτό εἶναι τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ μου, ἔκραξε ξαφνικά ἡ μάνα μέ ἀπέραντη συγκίνηση καί ἅπλωσε τά χέρια τῆς σ ἕνα μικρό μπλέ κρόκο, ποῦ ἔγερνε ἄρρωστος τό κεφαλάκι του σέ μιά πλευρά.

Μήν τό ἀγγίζεις! Φώναξε ἡ γερόντισσα. Στάσου ὅμως ἐδῶ κι ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος τόν περιμένω ἀπό στιγμή σέ στιγμή μήν τόν ἀφήνεις νά ξερριζώσει τό λουλούδι.

Γιά νά φοβηθεῖ, ἀπείλησε τόν πῶς ἄν τό ξερριζώσει, θά ξερριζώσεις κι ἐσύ ὅσα λουλούδια θά βρεθοῦν μπροστά σου. Εἶναι ὑπεύθυνος ἀπέναντι στό Θεό γιά κάθε λουλούδι καί δέν ἐπιτρέπεται χωρίς ἄδεια τοῦ Θεοῦ νά ξερριζωθεῖ κανένα.

Ξαφνικά μιά παγερή πνοή ἔγινε αἰσθητή, ὅπως τότε στό δωμάτιο μέ τό παιδί της. Ἡ τυφλή μάνα κατάλαβε πῶς ἦταν ὁ θάνατος, ποῦ εἶχε ἔθει.

Πῶς μπόρεσες νά βρεῖς τό δρόμο ὡς ἐδῶ; ρώτησε ἔκπληκτος. Πῶς μπόρεσες νά ἔρθεις μάλιστα πρίν κι ἀπό μένα;

Εἶμαι μάνα, ἀπάντησε ἁπλά ἡ μάνα. Καί ἡ μάνα τρέχει πιό γρήγορα κι ἄπ τό θάνατο!

Ὁ Θάνατος ἅπλωσε τό μακρύ του χέρι στό τρυφερό λουλουδάκι, ποῦ ἦταν τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά ἡ μάνα τό προστάτεψε μέ τά χέρια τῆς τόσο καλά, μά καί τόσο προσεκτικά, ὥστε δέν ἄγγιξε οὔτε ἕνα φυλλαράκι του. Ὁ Θάνατος τότε φύσηξε μέ τήν παγωμένη πνοή τοῦ πάνω στά χέρια της, κι ἦταν ἡ πνοή τοῦ τόσο παγωμένη, πιό παγωμένη κι ἄπ τόν κρύο ἄνεμο, ὥστε τά χέρια τῆς ἔπεσαν κάτω ἀδύναμα πιά.

Δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα ἐνάντια στό ἔργο μου, εἶπε ὁ Θάνατος.
Μπορεῖ ὁ Κύριός μας νά καταλύσει τό ἔργο σου, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα.

΄Ὅμως κι ἐγώ τό θέλημά Του δέν κάνω; εἶπε ὁ Θάνατος. Εἶμαι ὁ κηπουρός του. Παίρνω τά λουλούδια του καί τά δέντρα του καί τά μεταφυτεύω στό μεγάλο κῆπο τοῦ Παραδείσου, ποῦ βρίσκεται σέ ἄγνωστη κι ἀλαργινή γιά σᾶς χώρα. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ λεπτομέρειες γιά τή ζωή τούς ἐκεῖ.

Δός μου τό παιδί μου, ἔκραξε μέ ἀπελπισία ἡ μάνα κλαίοντας κι ἅρπαξε μέ τά χέρια τῆς δυό ὄμορφα λουλούδια καί φώναξε μέ ἀπόγνωση στό θάνατο. Θά σού ξερριζώσω ὅλα τά λουλούδια! Εἶμαι τόσο ἀπελπισμένη, ποῦ δέν ξέρω πιά τί κάνω.

Μή! Μή τά ἀγγίξεις! Φώναξε τρομαγμένος ὁ Θάνατος. Λές πῶς εἶσαι δυστυχισμένη. Καί ὅμως, νά, ποῦ θέλεις νά κάνεις καί μιά ἄλλη μάνα δυστυχισμένη!

Μιά ἄλλη μάνα! Ἐπανέλαβε μηχανικά ἡ μάνα. Μιά ἄλλη μάνα! Ἡ φτωχή μάνα ἄφησε προσεκτικά τά δυό λουλούδια.

Πάρε πίσω τά δυό σου μάτια, εἶπε τότε ὁ Θάνατος. Τά ψάρεψα στή θάλασσα. ΄Ἔλαμπαν τόσο πολύ! Δέν ἤξερα ὅμως πῶς ἤτανε τά δικά σου μάτια. Πάρτα πίσω. Τώρα εἶναι πιό φωτεινά ἀπό πρίν. Καί τώρα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ ἐκεῖ παρακάτω. Θά σού πῶ τό ὄνομα τῶν δυό λουλουδιῶν, ποῦ ἤθελες νά ξερριζώσεις. Καί θά ἰδεῖς ὅλο τους τό μέλλον. Θά ἰδεῖς καί ὅλη τους τήν ἀνθρώπινη ζωή. Θά ἰδεῖς τί πήγαινες νά καταστρέψεις

Ἡ μάνα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ Τί ἦταν ἐκεῖνο, ποῦ ἔβλεπε;
Θεέ μου! ἀναφώνησε. ΄Ἦταν κάτι ἔκτακτο, κάτι τό ἀπερίγραπτα καί θαυμάσια ὄμορφο νά βλέπει πῶς τό λουλούδι ἔγινε εὐλογία γιά τόν κόσμο. Πόση εὐτυχία καί χαρά σκόρπιζε γύρω του!

΄Ἔπειτα κύταξε τή ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ.ὅμως ἔφριξε ἀπό ὅ,τι εἶδε. Ἡ ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ ἦταν ζωή φρίκης καί τρόμου. Παντοῦ σκορποῦσε τήν τυραννία, τό ἔγκλημα, τήν καταστροφή αὐτός, ποῦ τή ζωή τοῦ ἔβλεπε νά ξετυλίγεται. Τέτοιος ἐγκληματίας δέν εἶχε ξαναφανεῖ στό κόσμο, ποῦ αὐτός ζοῦσε, καί ἔσπερνε τή δυστυχία καί τόν τρόμο γύρω του.

Καί τά δυό μποροῦν νά γίνουν, ὄχι βέβαια ταυτόχρονα, ἀλλά ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, εἶπε ὁ Θάνατος.

Ποιό ἀπό τά δυό λουλούδια εἶναι τό λουλούδι τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ;
Αὐτό δέν μπορῶ νά σού τό πῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Θάνατος. Μπορῶ ὅμως νά σού πῶ πῶς μόνο τό ἕνα ἄπ αὐτά τά λουλούδια μπορεῖ νά εἶναι τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου. Εἶδες τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου! Διάλεξε τό ἕνα ἀπό τά λουλούδια ποῦ ἔχεις στά χέρια σου. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ ποιό εἶναι τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Θά τολμήσεις ὅμως νά τοῦ ὁρίσεις ἐσύ τό μέλλον του; Θά τολμήσεις;

Ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου;
΄Ἔκραξε μέ λαχτάρα ἡ μάνα. Πές μου, σέ θερμοπαρακαλῶ, ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου; Σῶσε τό ἀθῶο παιδάκι μου! Σῶσε τό παιδί μου ἀπό τή δυστυχία αὐτή καί ἀπό αὐτό τό φρικτό καί ἀπαίσιο μέλλον, ποῦ μου δημιούργησε φρίκη ἀπερίγραπτη βλέποντας τό. Δεῖξε μου τό καλό!

Διάλεξε μόνη σου! Ἐγώ δέν μπορῶ νά σού τίποτε.

΄Ώ, δέν τολμῶ, ψέλισε μέ ἀπόγνωση ἡ μάνα. Δέν τολμῶ! Πάρε καλύτερα τό παιδί μου τώρα. Πάρτο στό βασίλειο τοῦ Θεοῦ μικρό ἀγγελούδι, ὅπως εἶναι. Λησμόνησε τά δάκρυά μου. Παράβλεψε τόν πόνο καί τή δυστυχία μου. Ξέχασε τίς προσευχές μου καί ὅ,τι εἶπα κι ἔκανα ὡς τώρα.

Δέν καταλαβαίνω, εἶπε ὁ Θάνατος. Θέλεις πίσω τό παιδί σου ἤ θέλεις νά τό πάρω μαζί μου στήν ἄγνωστη χώρα τοῦ Θεοῦ;

Ἡ μάνα ἔπεσε στά γόνατα. ΄Ὕψωσε τά χέρια της καί τά πλημμυρισμένα ἀπό δάκρυα μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της:

(Κύριε καί Θεέ μου, μήν εἰσακούσεις τήν προσευχή μου, Σέ παρακαλῶ. Μή λάβεις ὑπόψη Σου ὅ,τι καί γιά ὅ,τι Σέ ἱκέτεψα καί ὅ,τι μέχρι τώρα ἔκανα γιά νά σώσω τό παιδί μου, ἐφόσον δέν εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά σου. Τό δικό Σου θέλημα εἶναι τό πιό σωστό καί τό πιό καλό καί ὄχι τό δικό μου. ω, μή μέ ἀκούσεις,
Κύριέ μου. Μή πραγματοποιήσεις ὅ,τι Σου ζήτησα τόσο ἐπίμονα! (Οὔχ ὡς ἐγώ θέλω, ἄλλ ὡς Σύ !) Εἶπε ἡ μάνα καί ἔγειρε μέ βαθειά ὑποταγή τό κεφάλι

Καί ὁ Θάνατος ἔφυγε μέ τό παιδί τῆς κατευθυνόμενος πρός τήν ἄγνωστη, ἀλλά μακάρια χώρα τοῦ Θεοῦ...


πηγή:eusebiosvittis

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Οἱ σχέσεις μου μέ τούς ἀλλους κουβαλοῦν τίς ἀτέλειες ὃλων μας.(Ιερομάνοχος Ευσέβιος Βίττης)


...Οἱ σχέσεις μου μέ τούς ἀλλους κουβαλοῦν τίς ἀτέλειες ὃλων μας. Δέν εἶναι σωστό γι αὐτό να βλέπω τίς ἀτέλειες τῶν ἂλλων ὡς ξένες. Οἱ ἀτέλειες τῶν ἂλλων εἶναι καί δικές μου ἀτέλειες, ἀφοῦ ὃλοι μας ἀποτελοῦμε τό ἓνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι αὐτό καί ἡ αἲτηση συγγνὠμης καί ἐλέους ἀπό τό Θεό δέν πρέπει νά γίνεται μέ ἒννοια ἑνική, ἀλλά πληθυντική, ἀντιπροσωπευτική, περιχωρητική.

Τά καθαρά πρόσωπικά μου ἁμαρτήματα καί ἡ γι΄ αὐτά ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους εἶναι ἂλλο θέμα. Ἡ αἲτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ εἶναι αἲτηση ἐλέους ἐκ μέρους ὃλων γιά ὃλους, ἀφοῦ "οὐδείς ἁναμάρτητος".

Ἂς θυμηθοῦμε τήν Κυριακή προσευχή, τό "Πάτερ ἡμῶν", πού λέμε κατά μόνας. Τό λέμε πάντα ὃπως εἶναι διατυπωμένο, πληθυντικά καί ὂχι στόν ἑνικό ἀριθμό. "Καί ἂφες ἡμῖν" λέμε καί ὂχι "ἂφες μοι".

Ἒτσι ἡ Ἐκκλησία μας αὐτοκαθαίρεται, γιατί ἡ πλησμονή τῆς ἀγάπης μοιράζεται κατά μίμησιν Χριστοῦ τό βάρος τῆς ἐνοχῆς. Φορτώνονται δηλαδή τήν ἐνοχή τῶν μέν οἱ δέ, πού δέν εἶναι ἒνοχοι σέ μία περίπτωση, ἐπειδή εἶναι ἀδύνατο στήν ἀγάπη νά μένει ἀδιάφορη καί ξένη πρός τόν πόνο καί τό βάρος πού πιέζει τούς ἂλλους, ὃποιοι καί νά΄ ναι αὐτοί.

Ἒτσι ἡ Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται ὡς μιά ὂχι τυχαία συνάθροιση ἀνθρὠπων πού βρίσκονται μαζεμένοι σ'ἓνα κονσέρτο ἢ σέ μιά ἐμποροπανήγυρη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς τριγωνικῆς κοινωνίας ψυχῶν ἐγώ - Θεός -ἂλλος.


Ἱερομ.Εὐσεβίου, "ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ"

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Τό ἰσχυρότερο ὀχυρό πού ἔχει νά κυριέψη ὁ πονηρός εἶναι ἡ συγκατάθεσή µου.

 

Τό ἰσχυρότερο ὀχυρό πού ἔχει νά κυριέψη ὁ πονηρός 

εἶναι ἡ συγκατάθεσή µου. 

Αν τό κυριέψη αὐτό, ὅλα τά ἄλλα πέφτουν εὔκολα. 


Δέν ἀποκλείεται βέβαια η ματαίωση τῆς διάπραξης τοῦ κακοῦ, 

ἔστω κι ἄν κανείς ὑποκύψη, ἀλλά αὐτό δέν σηµαίνει πώς δέν ἔγινε ἣ ὑποχώρηση. 


Ἡ πρώτη συγκατάθεση κάνει εὐκολώτερη τή δεύτερη καί τήν τρίτη 

καί στὀ τέλος ὁδηγεῖ στήν ἀπόλυτη ὑποταγή.. 


Γι’ αὐτό ὁ πειρασμός εἶναι ἐπικίνδυνος. 

Θέλει νά διαφθείρη τήν ἐλευθερία µου. 


Κι ἄν ἡ ἐλευθερία µου διαφθαρῃ καί διαστραφῆ, 

τότε εἶναι εὔκολη ἡ κυριαρχία 

τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας µέσα µου. 


π. Ευσέβιος Βίττης