Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς (Φώτης Κόντογλου)

Αν και είμαι ζωγράφος κι όχι μουσικός, ωστόσο έχω γράψει περισσότερα 
για την εκκλησιαστική μουσική από τη αγιογραφία. Γιατί η μουσική 
ενεργεί απάνω στην ψυχή πιο δυνατά και πιο άμεσα, παρά η ζωγραφική,
επειδή με την μουσική μπορεί να εκφρασθεί, λίγο πολύ, ο κάθε άνθρωπος,
ενώ η ζωγραφική είναι μια τέχνη που την κάνουνε μονάχα οι τεχνίτες 
που είναι σπουδασμένοι σ’ αυτήν την τέχνη. 

Με την μουσική και με τη ποίηση εκφράζεται η λαϊκή ψυχή περισσότερο
από κάθε άλλον τρόπο και για τούτο σ΄ αυτές τις τέχνες φανερώνεται 
ολοζώντανος ο χαρακτήρας του λαού. Γι αυτή την αιτία ο Πλάτωνας 
ο φιλόσοφος είπε· άμα αλλάξει η μουσική ενός λαού, 
θα πει πως άλλαξε κι ο χαρακτήρας του. 

Κι όμως, βρίσκουνται σε μας άνθρωποι, και μάλιστα ιερωμένοι 
και θεολόγοι, που έχουνε την ιδέα πως η εκκλησιαστική μουσική 
είναι κάποιο πράγμα που δεν έχει μεγάλη σημασία για την Εκκλησία
μας και που μπορεί να αλλάξει, χωρίς να αλλοιωθεί η πραγματική ουσία της.

Η εκκλησιαστική μουσική μας, 
όπως κι οι άλλες εκκλησιαστικές τέχνες, 
είναι αχώριστες από εκείνο που εκφράζουνε.

Ο χαρακτήρας της μορφώθηκε από τα νοήματα και από τα αισθήματα 
που εκφράζει. Αν εξέφραζε άλλα νοήματα κι ο διπλός της χαρακτήρας 
θα ήτανε αλλοιώτικος. Η ανταπόκριση ανάμεσα στο μέσον με το οποίο 
γίνεται η έκφραση και σε κείνο που εκφράζεται μ΄ αυτό το μέσον, 
είναι τόσο απόλυτη, ώστε αυτά τα δυο να είναι σε τέτοιον βαθμό 
σφιχτά δεμένα ανάμεσά τους που ν’ αποτελούνε ένα πράγμα. 

Οι εκκλησιαστικές τέχνες καθρεφτίζουνε με ακρίβεια 
τον μυστικό πλούτο της αληθινής χριστιανικής θρησκείας, 
δηλαδή της Ορθοδοξίας

Κάθε παραμόρφωση που παθαίνει η πνευματική ουσία της, 
καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη που λέγεται μουσική, 
αγιογραφία, αρχιτεκτονική κλπ, όπως γίνεται και το ανάποδο, 
δηλαδή κάθε παραμόρφωση που παθαίνουνε οι εκκλησιαστικές 
τέχνες φανερώνει την παραμόρφωση που έπαθε 
η πνευματική ουσία που εκφράζουνε.

Βλέπει λοιπόν κανείς, πως δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα απ’ αυτό 
που λένε όσοι θεωρούνε τις εκκλησιαστικές τέχνες – 
και γενικά τη μορφή της λατρείας της Εκκλησίας μας – 
σαν κάποια πράγματα συμβατικά και τα έργα τους 
σαν τυχαία κατασκευάσματα, που μπορούνε ν’ αλλάζουνε 
κατά τα γούστα του καθενός. 

Πρέπει να έχει κανένας εκείνη τη βαθυστόχαστη ανοησία που έχουνε 
κάτι τέτοιοι άνθρωποι, που είναι ψυχές άδειες από κάθε πνευματική θέρμη, 
για να λέει και να υποστηρίζει τέτοια πράγματα. 

Ακόμα και στην κοσμική τέχνη, που ακολουθά τα ρεύματα 
του υλικού κόσμου, ξέρουνε όσοι καταγίνουνται μ’ αυτή, 
πως η ουσία και η μορφή είναι αλληλοεξαρτημένα, 
και μάλιστα τόσο αλληλοεξαρτημένα, 
που κατά βάθος να είναι το ίδιο πράγμα. 

Μοναχά κάποιοι ανόητοι, σαν και τούτους που είπαμε παραπάνω, 
έχουνε την ιδέα πως η ουσία κι η μορφή, το νόημα ή το αίσθημα 
κι η έκφρασή του, το μέσα και το απέξω, είναι δυο πράγματα άσχετα
το ‘να με τ’ άλλο. Ένας τέτοιος ελαφρόμυαλος, ο Παναγιώτης Σούτσος, 
έλεγε για το Σολωμό, νομίζοντας πως έλεγε κάποιο σπουδαίο πράγμα,
πως τα έργα του Σολωμού ήτανε: «ιδέαι πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμένε»,
και πως γι αυτό: «δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προορισμέναι».

Μ’ άλλα λόγια, για να μην πεθάνουνε τα έργα του Σολωμού, 
κατά την μεγαλοφυΐα του Σούτσου, θά ‘πρεπε να βρίσκει μεν τις ιδέες 
ο Σολωμός, αλλά να τις παραδίνει στο Σούτσο για να τις ντύνει με πλούσια 
ενδύματα, δηλαδή να τις εκφράζει με τους νερόβραστους στίχους του. 

Θαυμάστε τι φωστήρες βγάζει η Ελληνική Φυλή! Ε, τέτοιοι φωστήρες 
είναι και τούτοι οι σημερινοί, που θεωρούνε σαν «επουσιώδη πράγματα» 
τη εκκλησιαστική μουσική μας, την εικονογραφία μας κλπ 
για να αποχτήσουνε τον περιπόθητο τίτλο του νεωτεριστή. 

Για να είναι κανένας νεωτεριστής στα πράγματα της παράδοσης, 
που μορφώθηκαν μέσα σε αιώνες και που έχουνε τη σταθερότητα 
που έχει η πίστη απ’ όπου βγήκανε, θα πει πως δεν είναι σε θέση 
να νιώσει τι πάγει να καταστρέψει, ώστε να φρίξει και να μαζευθεί, 
νιώθοντας την μικρότητα του μπροστά στα αιώνια αυτά στοιχεία.

Οι τέτοιοι νεωτεριστές σπρώχνονται στους εύκολους κι ανεύθυνους 
νεωτερισμούς από την περηφάνια. Η περηφάνια είναι η μητέρα κάθε 
ανοησίας. Ενώ σ’ όποια ψυχή μπει η ταπείνωση, φεύγει η ανοησία. 

Γι’ αυτό τούτοι οι νεωτεριστές είναι ανόητοι και κούφιοι, 
επειδή κρύβουνε την περηφάνια τους με την ταπεινολογία. 
Ξερόψυχοι, πώς να νιώσουνε το ύψος της ταπείνωσης 
και να αισθανθούνε την κατάνυξη που έρχεται από τη ταπείνωση; 

Καλά λέγει ο άγιος Ευφραίμ ο Σύρος : «Η περηφάνια αναγκάζει 
επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».
Εκείνος που ακολουθά πρόθυμα και σέβεται την παράδοση, 
φανερώνει με τούτο πως έχει ταπεινό φρόνημα, 
δηλαδή πως είναι στερεωμένος απάνω στη ασάλευτη πέτρα, 
που είναι τι θεμέλιο της θρησκείας του Χριστού.

Για τους νεωτεριστές η εκκλησιαστική μουσική είναι ανιαρή, 
χωριάτικη, παλιωμένη και γι’ αυτό θέλουνε να τη γυρίσουνε 
στην ευρωπαϊκή πολυφωνία, που είναι γι’ αυτούς πιο νεωτεριστική, 
πιο σύμφωνη με τα εκφυλισμένα γούστα της εποχής μας. 

Οι δυστυχείς δεν υποπτεύουνται τι είναι αυτή η μουσική 
που θέλουνε να καταργήσουνε...
Αν ήταν σε θέση να γνωρίζουνε τι κάνουνε, θα ανατριχιάζανε...! 

Την εκκλησιαστική μουσική τα κρίνουνε με τα μέτρα 
της κοσμικής μουσικής. Την κρίνουνε σαν μια τέχνη 
που έχει σκοπό να μας ευχαριστήσει ή να μας συγκινήσει 
κι όχι αν μας αγιάσει. 

Η λειτουργική μουσική της Εκκλησίας μας 
δεν τους αρέσει, γιατί έχει ιερατικότητα 
και γιατί εκφράζει 
ταπείνωση, 
συντριβή, 
απλότητα, 
έλεος, 
εγκαρτέρηση 
και ικεσία.

«Το γούστο» λέγει ο Λεωνίδας Ουσπένσκης «είναι ο δικτάτορας». 
Το προσωπικό γούστο έχει επιβληθεί γενικά σαν κριτήριο 
για την αξία της εικόνας ή της εκκλησιαστικής μουσικής. 
Γίνεται λόγος για «καλό γούστο» και για «κακό γούστο». 
Μα μέσα την Εκκλησία κανένα γούστο δεν είναι μήτε καλό 
μήτε κακό και δεν μπορεί να λογαριαστεί σαν κριτήριο. 

Με ποιο δικαίωμα το γούστο του τάδε προσώπου 
θα κρινότανε για καλό και του τάδε άλλου για κακό; 

Το γούστο δεν είναι ένα μόνιμο πράγμα. Αλλά αλλάζει ολοένα. 

Με τα προσωπικά γούστα που ανακατεύουνται στις εκκλησιαστικές 
τέχνες καταντήσαμε σ’ αυτό που φοβότανε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός,
γράφοντα τα παρακάτω:

«Αν αφήσουμε τον καθένα να κάνει ό,τι θέλει, 
σιγά-σιγά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας 
θα καταστραφεί»!

Μα άραγε, είναι σε θέση να καταλάβουνε αυτά τα πράγματα 
οι περισπούδαστες κεφαλές, που περνάνε για σοφές, επειδή 
πήγανε στην Ευρώπη, ή είναι γι’ αυτούς πιο μυστηριώδη 
κι αινιγματικά από τα ιερογλυφικά;


Άρθρο στο Περιοδικό 
«Ορθόδοξα Σαλπίσματα» – Τεύχος 4 – 7/81960)

(Πηγή ψηφ, κειμένου:  enromiosini.gr
Αντιγραφή από:

https://alopsis.gr/για-τους-εχθρούς-της-εκκλησιαστικής-μ/

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Γιατί καταφεύγουμε στη Παναγία; Φώτης Κόντογλου

Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων.

Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο κ’ η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο.

Γι’ αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας:

«Καταφυγή», «Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα», «Οξεία αντίληψη», «Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε.

Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη.

Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο.

Κι από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο.

Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιλενάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας, σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας.

Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει.

Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις».

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Φώτης Κόντογλου – Ἡ Χαρὰ τῶν Χριστιανῶν

 

Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα: Η Αχειροποίητη Εικόνα του Θεομητορικού Μνήματος και η Ιστορία Της | iEllada.gr

 Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ᾿ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση. Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι᾿ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της. Μέσα στὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν». Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ᾿ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμὸ κι᾿ ἁγνὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι᾿ αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁποῦ νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα. Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾷ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾷ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος (1) ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα. Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἂν εἰκόνισμα εἶναι, κἂν ὑμνωδία, κἂν ψαλμωδία, κἂν χειρόγραφο, κἂν ἄμφια, κἂν λόγος, κἂν κίνημα, κἂν εὐλογία, κἂν χαιρετισμός, κἂν μοναστήρι, κἂν κελλί, κἂν σκαλιστὸ ξύλο, κἂν κέντημα, κἂν καντήλι, κἂν ἀναλόγι, κἂν μανουάλι, ὅτι καὶ νἆναι ἁγιωτικό.

Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία. Πρῶτα-πρῶτα τὸ ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τὰ ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος, Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ῥόδον τὸ Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσὴ Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τεῖχος ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή, τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καὶ Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἠλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Σιὼν ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ χίλια δυὸ ἄλλα, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ γράφουνε ἀπάνω στὰ ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπὶς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπὶς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, ποὺ γράφουνται ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, ποὺ θὰ πεῖ Μήτηρ Θεοῦ. Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καὶ πόσα κατανυκτικὰ δάκρυα φανερώνουνε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ὀνάματα, ποὺ δὲν εἰπωθήκανε σὰν τὰ λόγια ὁποῦ βγαίνουνε εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ ποὺ χαραχτήκανε στὶς ψυχὲς μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ πίστη.

Ἀμὴ οἱ ὕμνοι τῆς ποῦναι ἀμέτρητοι σὰν τἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κ᾿ ἐξαίσιοι στὸ κάλλος, καὶ ποὺ τοὺς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ᾿ αὐτὸ τὸ εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τὰ ἀμάραντα ἄνθη καὶ τὰ εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου. Ἀληθινὰ προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιὰ τὸν ἑαυτό της, τότε ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ τὴν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πὼς θὰ τὴ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριὰμ καὶ πῆγε στὴν Ὀρεινὴ μὲ σπουδὴ στὴν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καὶ μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ χαιρέτησε τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ σὰν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας πήδηξε τὸ παιδὶ μέσα στὴν κοιλιά της (2).

Καὶ γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καὶ φώναξε μὲ φωνὴ μεγάλη κ᾿ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες καὶ βλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Κι᾿ ἀπὸ ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτὸ τὸ καλό, νἄρθει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου πρὸς ἐμένα; γιατὶ μόλις ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ᾿ αὐτιά μου, ξεπέταξε τὸ παιδὶ στὴν κοιλιά μου, κι᾿ εἶναι μακάρια ἐκείνη ποὺ πίστεψε σὲ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος (3). Κ᾿ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾷ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο κι᾿ ἀναγάλλιασε τὸ πνεῦμα μου γιὰ τὸ Θεὸ τὸν Σωτῆρα μου, γιατὶ καταδέχθηκε νὰ κυτάξει τὴν ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, νά, ἀπὸ τώρα κ᾿ ὕστερα θὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδὴ ἔκανε σὲ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ᾿ εἶναι ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά του, καὶ τὸ ἔλεός του πηγαίνει ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ σὲ κείνους ποὺ ἔχουνε τὸν φόβο του».

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μὰ ἀμέτρητα εἶναι καὶ τὰ σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, ποὺ καταστολίζουνε τὶς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στὸ σανίδι εἴτε στὸν τοῖχο. Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιὰ στέκεται τὸ εἰκόνισμά της στὸ τέμπλο ἀπὸ τὰ δεξιὰ τῆς ἅγιας Πόρτας. Σὲ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καὶ μοναχή, μὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τὸν Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά της ἀπ᾿ τ᾿ ἀριστερά, σπάνια ἀπ᾿ τὰ δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα). Τὸ κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνὰ καὶ σοβαρὰ μὲ τὸ μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδὺ κι᾿ ἱερατικὸ σκοῦρο βυσσινί, ποὺ πέφτει στὸν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νὰ φαίνεται μοναχὰ τὸ μακρουλὸ πρόσωπό της καὶ τὰ χέρια της. Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ σκέπασμα φαίνεται μία στενὴ λουρίδα ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της ποὺ σφίγγει τὸ μέτωπό της καὶ ἀφίνει νὰ φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τὸ μέτωπό της εἶναι σὰν μελαχροινὸ φίλντισι, ἁγνό, ἁπλὸ καὶ κατακάθαρο. Τὰ ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρὰ καὶ μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντὰ στ᾿ αὐτιά της, τὰ μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρὰ μὰ γλυκύτατα, μὲ τ᾿ ἀσπράδι καθαρὸ μὰ ἰσκιωμένο. Τὸ βλέμμα της εἶναι μελαγχολικὸ ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μὰ καὶ μαζὶ χαροποιό, αὐστηρὸ μὰ καὶ μαζὶ συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυὰ ἀπὸ κάθε σαρκικὸν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικὸ τοῦ παραδείσου, βασιλικὸ καὶ ταπεινό, ἀνθρώπινο καὶ θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερὸ γιὰ ὅσους ἔχουνε πονηροὺς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καὶ στενή, μὲ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μὲ λεπτὰ ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Τὸ στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατὰ τὸ μάγουλο, σὰν νὰ χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τὸ πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τὸ μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμὸ μὲ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτὸς ταπεινά, σμίγει μὲ τὸ πηγούνι μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ ἴσκιασμα ποὺ τὸ λέγανε οἱ παλαιοὶ γλυκασμό. Τὸ ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικὸ καὶ θρησκευτικό, καὶ μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τὰ ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενὰ μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μὲ τὸ ἀριστερὸ βαστᾶ τὸν Χριστό, καὶ τὸ δεξὶ τὄχει ἀκουμπισμένο σεμνὰ ἀπάνω στὸ στῆθος της, σὲ στάση παρακαλεστική, μὲ τὸ μεγάλο δάχτυλο μακρυὰ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα. Στὰ πιὸ ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι πιὸ ὄρθιο καὶ πιὸ ψηλά, κοντὰ στὸ λαιμό.

Ὁ πιὸ αὐστηρὸς τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, ποὺ ἔχει ὄρθια τὴν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καὶ τὸ ὅλο σχῆμα της εἶναι πιὸ ἱερατικό. Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλοῦσα ἔχει τὸ κεφάλι της γυρτὸ κατὰ τὸ παιδί της, ποὺ τ᾿ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιὸ αἰσθηματική. Ἡ Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στὸ θρόνο, αὐστηρὴ κι᾿ ἀλύγιστη, καὶ βαστᾶ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της, ἀκουμπώντας τὅνα χέρι της στὸν ὦμο του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο βαστώντας τὸ πόδι του ἢ ἕνα μαντήλι.

Στὴν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιὲς τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ στὶς 15 Αὐγούστου. Τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνουνε σ᾿ αὐτὴ τὴ γιορτὴ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐξαίσια. Τὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι τὸ μονάχο τροπάρι ποὺ ψέλνεται μὲ τοὺς ὀχτὼ ἤχους, κάθε φράση κι᾿ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πρῶτον ἦχο καὶ τελειώνει πάλι στὸν πρῶτον.

Μὰ ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑμνολογᾶ τὴν Παναγία μονάχα μὲ τοὺς ψαλτάδες καὶ μὲ τοὺς παπάδες στὶς ἐκκλησιές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ κάθε τί της, μὲ τὰ χωριά, μὲ τὰ βουνά, μὲ τὰ νησιά, ποὔχουνε τ᾿ ἁγιασμένο τ᾿ ὄνομά της. Τὰ καράβια βολτατζάρουνε στὴ δροσερὴ θάλασσα, ἀνοιχτὰ ἀπὸ τοὺς κάβους ποὖναι χτισμένα τὰ μοναστήρια της, ἔχοντας στὴ πρύμνη σκαλισμένο τ᾿ ἀγαπημένο καὶ προσκυνητὸ ὄνομά της. Ὅποιος ταξιδεύει στὰ ἑλληνικὰ νερά, σ᾿ ὅποιο μέρος κι᾿ ἂν βρεθεῖ τὴ μέρα τῆς Παναγίας, θὰν ἀκούσει ἀπ᾿ ἀνοιχτὰ τὶς καμπάνες ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο. Ἄλλες ἔρχουνται ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος ποὺ τὸ λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπὸ τὴν Τῆνο ποὔχει τὸ ξακουστὸ παλάτι της, ἄλλες ἀπὸ τὴν Σαλαμίνα ποὺ γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ἀπὸ τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσσος καὶ τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπὸ τὴ Σκιάθο, ἄλλες ἀπὸ τὴ Νάξο, ἀπὸ κάθε νησί, ἀπὸ κάθε κάβο, ἀπὸ κάθε στεριά.


Σημειώσεις

1.- Βλέπε τὸ «Χαροποιὸν Πένθος» τεῦχος 61 τ. 6ος Ἑλληνικὴ Δημιουργία» σ.σ. 247-251.

2.- Τὸ παιδὶ ἤτανε ὁ Πρόδρομος.

3.- Δηλαδὴ σὲ ὅσα εἶπε, στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό.

Aντιγραφή από nektar 

ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ: https://orthopraxia.gr/category/orthodoxia/