Κάποτε στο Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός που διέμενε στις Καρυές.
ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ:
- ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ-ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
- ΝΗΣΤΕΙΟΔΡΟΜΙΟ 2021
- ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
- ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΒΙΒΛΙΑ
- ΤΡΙΩΔΙΟΝ
- ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
- ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
- ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
- ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
- ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
- ΒΙΝΤΕΟ
- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
- ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ
- ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
- ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
- ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
- ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
- ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
- ΡΩΣΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ
- ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
- ΠΕΡΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ
- ΠΕΡΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ
- ΠΕΡΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΩΝ
- ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
- ΠΕΡΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
- ΠΕΡΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ
- ΠΕΡΙ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΕΓΩΙΣΜΟΥ
- ΠΕΡΙ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ
- ΠΕΡΙ ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗΣ-ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
- ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
- ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
- ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ
- ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
- ΧΑΡΑΓΜΑ
- ΕΜΒΟΛΙΑ
Σάββατο 19 Ιουνίου 2021
Ο μοναχός... ο αλκοολικός.
Κάποτε στο Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός που διέμενε στις Καρυές.
Πέμπτη 20 Μαΐου 2021
Οι γεροντάδες μας ήταν πολύ αυστηροί - Γέρων Φανούριος, ο Ρουμάνος ασκητής από την Καψάλα
Οι γεροντάδες μας ήταν πολύ αυστηροί. Πηγαίναμε την Κυριακή στην Θ. Λειτουργία στο Πρωτάτο. Μετά το «Αξιόν εστί» μας έπαιρναν –για να μη τελειώση η Θ. Λειτουργία και μας πιάση κουβέντα κανείς άλλος, να μη δούμε κανέναν – και το απόγευμα της Κυριακής μας έπαιρνε ή ο π. Ιωάσαφ ή ο π. Αγαθάγγελος και κάναμε καμμιά βόλτα.
Πηγαίναμε στα εξωκέλλια, πότε προς τα δω, πότε προς τα κάτω, πότε προς τα πέρα. Αυτή ήταν όλη η έξοδός μας από το κελλί, μόνοι μας πουθενά.
Ως επί το πλείστον πηγαίναμε στην Καψάλα και βλέπαμε ασκητάς. Αυτό μας άρεζε πολύ, γιατί αναπαυόμασταν εκεί πέρα. Βλέπαμε πως ζούσανε απλά, πολύ απλά.
Πάμε μια μέρα και βλέπουμε έναν γέροντα να διαβάζη ένα βιβλίο. Ήταν ο π. Φανούριος από την Ρουμανία. Έμενε στο κελλί του αγίου Βασιλείου, εκεί που είχε ζήσει και αγίασε ο άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλήτης.
Βλέπω μέσα στο κελλί που έμενε ότι είχε ένα κρεβάτι με τάβλες ξύλινες και μια πέτρα για προσκέφαλο. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα προσκέφαλο πέτρας. «Σ’ αυτή την εποχή;», λέω.
Κι’ όμως! Το έκανε για άσκηση. Πόσα χρόνια έχει; Ίσως από το 1964. Το 1961 – 62 ήρθαμε εμείς εδώ πέρα. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, να βλέπης έναν να κοιμάται στην πέτρα επάνω. Ούτε κουβέρτα από κάτω ούτε τίποτα, εξεπλάγημεν.
Μάλιστα, όταν πήγαμε εκεί πέρα, αυτός εξακολουθούσε να διαβάζη, σαν να μην ήταν άνθρωποι τριγύρω του. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην προσευχή. Προς ανατολάς κοιτούσε και προσευχότανε.
Αυτά μας άρεζαν, γι’ αυτό και μας πήγαιναν οι γεροντάδες μας προς τα εκεί. Ρώσσους, Ρουμάνους, αλλά και Έλληνες είχε πολλούς».
Γέρων Φανούριος, ο Ρουμάνος ασκητής από την Καψάλα
simeiakairwn
Πέμπτη 13 Μαΐου 2021
«Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός»
«Βρέθηκα κάποτε σε δύσκολη θέση εξ αιτίας των πολλών μου υποχρεώσεων, και πήγα να δω τον Γέροντα για να με στηρίξη.
Μέσα στα χιόνια με πολύ άσχημο καιρό έφθασα και χτύπησα την πόρτα.
Μου άνοιξε ο Γέροντας και με έβαλε μέσα γρήγορα .
«Σε περίμενα » , μου είπε .
Εγώ φυσικά δεν τον είχα ενημερώσει.
Με έβαλε να καθήσω κοντά στην σόμπα και άρχισε με υπομονή να μου φτιάχνη τσάι .
Εβαλε νερό στο μπρίκι και έκανε το σταυρό του λέγοντας, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε το τσάι στο μπρίκι , ξανάκανε το σταυρό του και ξαναείπε, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε τέλος το μπρίκι στη φωτιά και ξανά πάλι το σταυρό του και ξανά, « δόξα σοι ο Θεός! »
Μέχρι τότε δεν μου είχε πει λέξη εκτός από το « σε περίμενα » .
Εγώ τον παρακολουθούσα και άρχισα να νευριάζω με την απάθειά του , γιατί εμένα με καίγανε τα δικά μου.
Όταν έβρασε το τσάι , μου έδωσε το κύπελλο , με κοίταξε με εκείνο το αθώο και συμπονετικό βλέμμα του και με ρώτησε ήρεμα τι είχα και γιατί φαινόμουν ανήσυχος.
Εγώ νευριασμένος άρχισα να του ξεφουρνίζω τα προβλήματά μου με έμφαση , τονίζοντας ότι ο κόσμος έξω έχει πολλές σκοτούρες.
Εκείνος μισοχαμογέλασε , ήπιε μια γουλιά από το δικό του τσάι και μου είπε απαθέστατα:
« Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός » .
Εγώ νευρίασα ακόμη περισσότερο και με το θάρρος που του είχα, γιατί τον αγαπούσα πολύ, του είπα:
« Ε, καλά τώρα, Γέροντα, ο Θεός βοηθάει μια, βοηθάει δυο. Υποχρεωμένος είναι να βοηθάει συνέχεια; » .
Τότε με κοίταξε σοβαρά και μου είπε κάτι που με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:
« Ναι » , μου είπε, « υποχρεωμένος είναι » .
Ήταν τόσο μεγάλη η σιγουριά του και τόσο φανερό ότι αυτό το ήξερε από πρώτο χέρι που ξαφνικά μου ήλθαν τα πάνω κάτω.
Μου έφυγαν τα νεύρα, ηρέμησα, ένιωσα μια απέραντη γαλήνη και είχα μόνο μία απορία που του την είπα : « Καλά, και γιατί είναι υποχρεωμένος ο Θεός να μας βοηθά; »
Την απάντηση που μου έδωσε , μόνο ένας άνθρωπος που νιώθει πραγματικά σαν παιδί του Θεού και έχει παρρησία στον πατέρα του μπορούσε να μου δώση.
Μου είπε : « Όπως εσύ που έκανες παιδιά ,νιώθεις τώρα την υποχρέωση να τα βοηθήσης και ξεκινάς από την Θεσσαλονίκη και έρχεσαι εδώ με τέτοιον καιρό γιατί ανησυχείς, έτσι και ο Θεός που μας έφτιαξε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας, και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήση.
Ναι, υποχρεωμένος είναι! »
Η αμεσότητα αυτής της απάντησης ήταν τέτοια που ξαφνικά μου έφυγε ένα βάρος και έπαψα από τότε οριστικά να ανησυχώ για το μέλλον » .
Από το βιβλίο "Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου" Ιερομονάχου ΙΣΑΑΚ
Τετάρτη 12 Μαΐου 2021
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (Hans Christian Andersen, Ἀπόδοση ἀπό τά σουηδικά του π. Εὐσεβίου Βίττη μέ μικρή διασκευή)
Μιά μάνα καθόταν κοντά στό μικρό της παιδάκι. Ἦταν πολύ θλιμμένη. Φοβόταν πῶς θά πέθαινε. Τό παιδάκι ἦταν κάτωχρο. Τά ματάκια τοῦ κλειστά καί ἡ ἀναπνοή τοῦ μόλις ποῦ ἀκουγόταν. Ποῦ καί ποῦ ἀνάσαινε βαθιά σάν νά στέναζε. Καί ἡ μητέρα τοῦ θωροῦσε ὅλο καί πιό θλιμμένα τό φτωχό πλασματάκι. Τότε ἀκριβῶς κάποιος χτύπησε τήν πόρτα. Ἡ μητέρα ἄνοιξε τήν πόρτα. Μπῆκε τότε ἕνας φτωχός γεροντάκος τυλιγμένος μέ ἕνα χοντρό μάλλινο ροῦχο, γιατί ἔξω ἦταν ἄγριος χειμώνας. Τά πάντα ἔξω ἦταν σκεπασμένα μέ χιόνι καί πάγο. Ὁ ἄνεμος σφύριζε ἄγρια καί μαστίγωνε ἀλύπητα τό πρόσωπο τοῦ ὅποιου ὁδοιπόρου. Ἐπειδή ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπό τό κρύο, μόλις τό παιδάκι ἀποκοιμήθηκε γιά λίγο, βγῆκε ἡ μάνα ἔξω ἀπό τό δωμάτιο καί ἑτοίμασε ἕνα ζεστό στόν γέροντα. Ἡ μητέρα ξανακάθισε στό κάθισμά της δίπλα στόν γέροντα, κοίταξε μέ βλέμμα τρυφερό τό ἄρρωστο παιδάκι της, ποῦ ἀνάσαινε ὅλο καί πιό βαριά καί κράτησε στοργικά τό λεπτό του χεράκι. Τί λές, εἶπε ἡ μητέρα στόν γέροντα, θά μπορέσω νά κρατήσω τελικά κοντά μου τό μικρό μου παιδί; Πιστεύω πῶς ὁ Κύριός μας δέν θά θελήσει νά μό΄ὕ τό πάρει. Ὁ γέροντας, ποῦ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, κούνησε τό κεφάλι του, ἀλλά μέ τέτοιο τρόπο, ποῦ σήμαινε καί ναί καί ὄχι. Ἡ μητέρα χαμήλωσε τό βλέμμα της. Δάκρυα καυτά κύλισαν στά μάγουλά της. Τό κεφάλι τῆς ἔγινε βαρύ. Τρεῖς νύχτες καί τρεῖς μέρες δέν ἔκλεισε μάτι. Καί τώρα ἐνίωθε ἀκατανίκητη τήν ἀνάγκη νά κλείσει τά μάτια της, ἔστω καί γιά λίγο. Τήν πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος, μόνο γιά λίγο ὅμως, γιατί ἀμέσως τινάχτηκε, ἀπότομα ἐνῶ ἔτρεμε ἀπό τό ξαφνικό κρύο στό πρίν ἀπό λίγο πολύ ζεστό δωμάτιο. Τί εἶναι αὐτό πάλι; εἶπε κοιτάζοντας γύρω της. Νόμιζε πῶς ὀνειρευόταν.Ἀλλά ὄχι! ΄Ἦταν ξύπνια. ὅμως τό γεροντάκι εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Τό ἴδιο καί τό ἀγαπημένο τῆς παιδί. Τό εἶχε πάρει μαζί του! Στή γωνιά τό παλιό ρολόϊ τοῦ τοίχου γύριζε, ὁλοένα γύριζε. Τό βαρύ μολυβένιο του βαρύδι γλίστρησε βαριά στό δάπεδο. Μπούμ! ἀκούστηκε στή γαλήνη, ποῦ βασίλευε μέσα στό δωμάτιο. Καί τό ρολόϊ σώπασε κι αὐτό. Ἡ φτωχή μητέρα πετάχτηκε ἔξω ἄπ τό σπίτι καί φώναζε ἀναζητώντας τό παιδί της. Ἐκεῖ ἔξω μέσα στά χιόνια καθόταν μιά γυναίκα ντυμένη μέ μαῦρο μακρύ φόρεμα. Αὐτή εἶπε στή μητέρα. Ὁ θάνατος ἦταν στό σπίτι σου. Τόν εἶδα, ποῦ ἔφευγε βιαστικός μέ τό παιδί σου στήν ἀγκαλιά του. Τρέχει πιό γρήγορα ἄπ τόν ἄνεμο καί ποτέ δέν δίνει πίσω ὅ,τι πῆρε. Πές μου, σέ παρακαλῶ, εἶπε ἡ πονεμένη μάνα, ποιόν δρόμο πῆρε; Δεῖξε μου τό δρόμο κι ἐγώ θά τόν βρῶ. Ξέρω ποιόν δρόμο πῆρε, εἶπε ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα. Προτοῦ ὅμως σου δείξω τό δρόμο, πρέπει νά μοῦ τραγουδήσεις ὅλα τά τραγούδια, ποῦ τραγούδησες στό παιδί δού. Μοῦ ἀρέσουνε τόσο πολύ! Τά ἔχω ξανακούσει, ὅταν τά τραγουδοῦσες. Θά σού τά τραγουδήσω ὅλα, ὅλα, εἶπε ἡ μάνα, ἀλλά μή μέ ἐμποδίζεις τώρα. Εἶναι ἀνάγκη νά συναντήσω τό θάνατο, νά βρῶ τό παιδί μου! Ἡ νύχτα δέν ξαναμίλησε. ΄Ἔμεινε σιωπηλή καί σοβαρή. Τότε ἡ μάνα ἔπλεξε τά χέρια της καί τραγούδησε καί ἔκλαψε. Καί ἦταν τόσο πολλά τά τραγούδια της! Μά ἀκόμα πιό πολλά τά δάκρυά της. Ἡ νύχτα τότε τῆς εἶπε (πήγαινε πρός τά δεξιά, στό σκοτεινό δάσος. Ἐκεῖ εἶδα τό θάνατο νά πηγαίνει μέ τό παιδάκι σου. Προχώρησε βαθιά μέσα στό δάσος ἡ μάνα ὅμως ἐκεῖ διασταυρωνόταν τά μονοπάτια. Δέν ἤξερε πιά πρός τά ποῦ νά πάει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἦταν κι ἕνας ἀγκαθωτός θάμνος. Δέν εἶχε οὔτε φύλλα οὔτε λουλούδια. Πῶς νά ἔχει, ἀφοῦ τώρα ἦταν χειμώνας; Στά κλαδιά τοῦ κρέμονταν μονάχα κρύσταλλα πάγου. Μήπως εἶδες τό θάνατο νά περνάει ἀπό ἐδῶ μέ τό παιδάκι μου στήν ἀγκαλιά του; ρώτησε ἡ μάνα. Καί βέβαια τόν εἶδα, εἶπε ὁ θάμνος. Δέ σού λέω ὅμως ποιό μονοπάτι πῆρε, ἄν δέν μέ ζεστάνεις πρῶτα στή μητρική σου ἀγκαλιά. Εἶμαι τόσο παγωμένος, σέ λίγο θά παγώσω ὁλότελα καί θά πεθάνω. Ἡ μάνα ἀγκαλίασε τότε σφιχτά στό στῆθος τῆς τό θάμνο γιά νά ζεσταθεῖ. Τ ἀγκάθια τοῦ μπήχτηκαν στίς σάρκες της. Τό αἷμα ἀνάβλυζε καυτό ἄπ τίς πληγές τῆς μάνας. ὅμως ὁ θάμνος ζεστάθηκε. Καινούργια πράσινα φύλλα σκέπασαν τά κατάξερα κλωνιά του καί ἀνθοί πρόβαλαν πάνω σ αὐτά καταμεσίς στήν παγωμένη χειμωνιάτικη νυχτιά. Τόσο θερμή ἦταν ἡ καρδιά τῆς πονεμένης μάνας! Ὁ θάμνος τότε τῆς ἔδειξε τό μονοπάτι, ποῦ ἔπρεπε νά πάρει. Περπάτησε, περπάτησε ὅσο μποροῦσε πιό γρήγορα ἡ μάνα χωρίς οὔτε στιγμή νά κάτσει κι οὔτε γιά λίγο νά σταθεῖ νά ξαποστάσει.΄Ἔτσι ἔφτασε στήν ἀκτή μιᾶς θάλασσας ὅμως δέν βρίσκονταν ἐκεῖ οὔτε καράβι, μά οὔτε καί βάρκα. Ἡ θάλασσα δέν ἦταν τόσο παγωμένη γιά νά μπορεῖ νά τήν κρατήσει ἐπάνω της ὁ πάγος. Μά οὔτε πάλι τόσο ρηχή γιά νά μπορέσει νά τή διασχίσει περπατώντας στό βυθό της. Καί ὅμως ἔπρεπε νά περάσει, ἄν ἤθελε νά βρεῖ τό παιδάκι της. ΄Ἔσκυψε τότε χαμηλά καί ἄρχισε νά πίνει τό νερό τῆς θάλασσας.΄Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νά πιεῖ ὅλο τό νερό τῆς θάλασσας γιά ν ἀνοίξει ὁ δρόμος. Δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος.ὅμως ἡ πονεμένη μάνα σκεφτόταν μήπως γίνει κάποιο θαῦμα, γιά νά μπορέσει νά καταπιεῖ ὅλη τή θάλασσα. Ὄχι, αὐτό δέ γίνεται τῆς εἶπε τότε ἡ θάλασσα. Θά ἤθελα ὅμως νά κάναμε οἱ δυό μας μιά συμφωνία, γιά νά σέ ἀφήσω νά περάσεις. Μοῦ ἀρέσει νά μαζεύω ὄμορφα μαργαριτάρια. Τά δικά σου μάτια εἶναι τά πιό φωτεινά καί τά πιό λαμπερά ἄπ ὅσα μέχρι τώρα εἶδα. ἄν μου τά δώσεις, θά σέ πάρω στή ράχη μου καί θά σέ μεταφέρω στό θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ μένει ὁ θάνατος καί φροντίζει καί καλλιεργεῖ λουλούδια καί δέντρα. Κάθε λουλούδι καί κάθε δέντρο εἶναι κι ἀπό μιά ἀνθρώπινη ζωή. Καί τί δέ θά δινα, γιά νά μπορέσω νά πάω ὡς τό παιδί μου,ἀπάντησε μέ δάκρυα ἡ μάνα. Καί ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥσπου τά μάτια τῆς ἔπεσαν στό βυθό τῆς θάλασσας καί ἔγιναν ἐκεῖ ἀτίμητα μαργαριτάρια. Κι ἡ θάλασσα, πιστή στό λόγο της, τή σήκωσε στή ράχη της καί τή μετάφερε στήν ἀπένατι ἀκτή. Ἐκεῖ βρισκόταν ἕνα θαυμάσιο εὐρύχωρο σπίτι. Ἡ φτωχή μάνα δέν ἦταν σέ θέση νά μαντέψει, ἄν ἦταν κάποιο βουνό μέ δάσος καί σπηλιές ἤ ἄν ἦταν κάτι ἄλλο. Ἡ μάνα δέν ἔβλεπε πιά. Τά μάτια τῆς τά εἶχε δώσει στή θάλασσα. Πῶς θά μπορέσω νά βρῶ τό θάνατο, ποῦ ἔφυγε μαζί μέ τό παιδί μου, ἀναρωτήθηκε ἡ μάνα. Δέν ἦρθε ἀκόμα ἐδῶ, τῆς ἀποκρίθηκε τότε μιά φωνή. Ἦταν μιά γερόντισσα, ποῦ φρόντιζε τό σπίτι τοῦ θανάτου. Πῶς ὅμως μπόρεσες νά ἔρθεις ὡς ἐδῶ; τή ρώτησε. Ποιός σέ βοήθησε; Ὁ Κύριος μέ βοήθησε, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα. Πιστεύω πὡς κι ἐσύ θά φανεῖς σπλαχνική. Θά μπορέσω νά βρῶ τό παιδί μου; Δέν τό ξέρω, εἶπε ἡ γερόντισσα. Καί ἐσύ πάλι δέ βλέπεις. Πολλά λουλούδια καί δέντρα μαράθηκαν ἀπόψε κι ὁ θάνατος, ὅπου νά ναί, ἔρχεται γιά νά τά μεταφυτέψει. Θά ξέρεις πῶς κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό δέντρο του ἤ τό λουλούδι τῆς ζωῆς τοῦ ἐδῶ. Ἐξωτερικά φαίνονται σάν τά ἄλλα φυτά. ὅμως δέν εἶναι ἴδια μέ τά ἄλλα. Τοῦτα ἐδῶ ἔχουν καρδιά, ποῦ χτυπάει. Καί ἡ καρδιά τῶν παιδιῶν κι αὐτή τό ἴδιο πάλλει. Πάρε αὐτόν τό δρόμο. ΄Ἴσως ἀναγνωρίσεις τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ σου.΄Ὅμως πές μου τί θά μοῦ δώσεις, ἄν σου πῶ, τί πρέπει νά κάνεις ἔπειτα; Δέν ἔχω τίποτε πιά νά δώσω, εἶπε ἀναστενάζοντας μέ πόνο ἡ μάνα. ὅμως θά μποροῦσα νά πάω ὡς τήν ἄκρη τοῦ κόσμου γιά χατήρι σου. Δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη νά πᾶς ὡς ἐκεῖ, εἶπε ἡ γερόντισσα. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ δώσεις τά ὄμορφα μαῦρα σου μαλλιά. Τό ξέρεις καί ἡ ἴδια πόσο ὡραία εἶναι. Μοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ. Ἀντί γί αὐτά θά σού δώσω τά δικά μου ἄσπρα μαλλιά. Κάτι εἶναι κι αὐτό. Αὐτό εἶναι ὅλο; Τίποτε ἄλλο μή μοῦ ζητήσεις καί τά μαλλιά μου σού τά δίνω μετά χαρᾶς! Καί τῆς ἔδωσε τά δικάτης μαῦρα μαλλιά καί πῆρε τά ἄσπρα της γερόντισσας. ΄Ἔπειτα πῆγαν στό μεγάλο θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ ἔβλεπε κανείς λογής λογης λουλούδια καί δέντρα χίλιων λογιῶν. Ἐδῶ βρίσκονταν τριαντάφυλλα, πάρα πέρα χρυσάνθεμα καί πιό ἐκεῖ γαρύφαλλα ἐξαίσια. Μερικά φαίνονταν γερά, ἄλλα ἄρρωστα. Νερόφιδα ἀναπαύονταν πάνω σ αὐτά καί μαῦρες καραβίδες ἕσφιγγαν μέ τίς τανάλιες τούς τό κοτσάνι τους. Ἀλλοῦ πάλι ὑψώνονταν μεγαλόπρεπα πλατάνια, ὡραιότατες φοινικιές, περήφανες βαλανιδιές κι ἀλλοῦ μοσχοβολοῦσε θυμάρι μέ ὄμορφα λιλά λουλουδάκια. Κάθε δέντρο καί κάθε λουλούδι εἶχε τό ὄνομά του. ΄Ὅλα ἀντιπροσώπευαν ἀνθρώπινες ζωές στόν κόσμο ἐτοῦτον. Καί ἦταν ζωές ἄλλες ἄπ τήν Κίνα, ἄλλες ἄπ τή Γροιλανδία, ἄλλες ἀπό τήν Εὐρώπη καί γενικά ἄπ ὅλον τόν κόσμο. ΄Ἔβλεπε κανείς δέντρα μεγάλα νά εἶναι φυτρωμένα σέ μιά μικρή γλάστρα, ἕτοιμη νά σπάσει. Κι ἔβλεπε ἐπίσης σέ κάποιες μεριές μερικά ἀρρωστιάρικα λουλούδια σέ παχειά γῆ μέ λίπασμα ἄφθονο, πολύ φροντισμένα, παραχαϊδεμένα θά λεγες. Ἡ φτωχή ὅμως μάνα ἔσκυβε στά πιό μικρά λουλουδάκια κι ἄκουγε τήν ἀνθρώπινη καρδούλα τους νά χτυπάει. Δέν ἄργησε ἀνάμεσα στά ἑκατομμύρια λουλούδια νά ἀναγνωρίσει τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ της. Αὐτό εἶναι τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ μου, ἔκραξε ξαφνικά ἡ μάνα μέ ἀπέραντη συγκίνηση καί ἅπλωσε τά χέρια τῆς σ ἕνα μικρό μπλέ κρόκο, ποῦ ἔγερνε ἄρρωστος τό κεφαλάκι του σέ μιά πλευρά. Μήν τό ἀγγίζεις! Φώναξε ἡ γερόντισσα. Στάσου ὅμως ἐδῶ κι ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος τόν περιμένω ἀπό στιγμή σέ στιγμή μήν τόν ἀφήνεις νά ξερριζώσει τό λουλούδι. Γιά νά φοβηθεῖ, ἀπείλησε τόν πῶς ἄν τό ξερριζώσει, θά ξερριζώσεις κι ἐσύ ὅσα λουλούδια θά βρεθοῦν μπροστά σου. Εἶναι ὑπεύθυνος ἀπέναντι στό Θεό γιά κάθε λουλούδι καί δέν ἐπιτρέπεται χωρίς ἄδεια τοῦ Θεοῦ νά ξερριζωθεῖ κανένα. Ξαφνικά μιά παγερή πνοή ἔγινε αἰσθητή, ὅπως τότε στό δωμάτιο μέ τό παιδί της. Ἡ τυφλή μάνα κατάλαβε πῶς ἦταν ὁ θάνατος, ποῦ εἶχε ἔθει. Πῶς μπόρεσες νά βρεῖς τό δρόμο ὡς ἐδῶ; ρώτησε ἔκπληκτος. Πῶς μπόρεσες νά ἔρθεις μάλιστα πρίν κι ἀπό μένα; Εἶμαι μάνα, ἀπάντησε ἁπλά ἡ μάνα. Καί ἡ μάνα τρέχει πιό γρήγορα κι ἄπ τό θάνατο! Ὁ Θάνατος ἅπλωσε τό μακρύ του χέρι στό τρυφερό λουλουδάκι, ποῦ ἦταν τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά ἡ μάνα τό προστάτεψε μέ τά χέρια τῆς τόσο καλά, μά καί τόσο προσεκτικά, ὥστε δέν ἄγγιξε οὔτε ἕνα φυλλαράκι του. Ὁ Θάνατος τότε φύσηξε μέ τήν παγωμένη πνοή τοῦ πάνω στά χέρια της, κι ἦταν ἡ πνοή τοῦ τόσο παγωμένη, πιό παγωμένη κι ἄπ τόν κρύο ἄνεμο, ὥστε τά χέρια τῆς ἔπεσαν κάτω ἀδύναμα πιά. Δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα ἐνάντια στό ἔργο μου, εἶπε ὁ Θάνατος. Μπορεῖ ὁ Κύριός μας νά καταλύσει τό ἔργο σου, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα. ΄Ὅμως κι ἐγώ τό θέλημά Του δέν κάνω; εἶπε ὁ Θάνατος. Εἶμαι ὁ κηπουρός του. Παίρνω τά λουλούδια του καί τά δέντρα του καί τά μεταφυτεύω στό μεγάλο κῆπο τοῦ Παραδείσου, ποῦ βρίσκεται σέ ἄγνωστη κι ἀλαργινή γιά σᾶς χώρα. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ λεπτομέρειες γιά τή ζωή τούς ἐκεῖ. Δός μου τό παιδί μου, ἔκραξε μέ ἀπελπισία ἡ μάνα κλαίοντας κι ἅρπαξε μέ τά χέρια τῆς δυό ὄμορφα λουλούδια καί φώναξε μέ ἀπόγνωση στό θάνατο. Θά σού ξερριζώσω ὅλα τά λουλούδια! Εἶμαι τόσο ἀπελπισμένη, ποῦ δέν ξέρω πιά τί κάνω. Μή! Μή τά ἀγγίξεις! Φώναξε τρομαγμένος ὁ Θάνατος. Λές πῶς εἶσαι δυστυχισμένη. Καί ὅμως, νά, ποῦ θέλεις νά κάνεις καί μιά ἄλλη μάνα δυστυχισμένη! Μιά ἄλλη μάνα! Ἐπανέλαβε μηχανικά ἡ μάνα. Μιά ἄλλη μάνα! Ἡ φτωχή μάνα ἄφησε προσεκτικά τά δυό λουλούδια. Πάρε πίσω τά δυό σου μάτια, εἶπε τότε ὁ Θάνατος. Τά ψάρεψα στή θάλασσα. ΄Ἔλαμπαν τόσο πολύ! Δέν ἤξερα ὅμως πῶς ἤτανε τά δικά σου μάτια. Πάρτα πίσω. Τώρα εἶναι πιό φωτεινά ἀπό πρίν. Καί τώρα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ ἐκεῖ παρακάτω. Θά σού πῶ τό ὄνομα τῶν δυό λουλουδιῶν, ποῦ ἤθελες νά ξερριζώσεις. Καί θά ἰδεῖς ὅλο τους τό μέλλον. Θά ἰδεῖς καί ὅλη τους τήν ἀνθρώπινη ζωή. Θά ἰδεῖς τί πήγαινες νά καταστρέψεις Ἡ μάνα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ Τί ἦταν ἐκεῖνο, ποῦ ἔβλεπε; Θεέ μου! ἀναφώνησε. ΄Ἦταν κάτι ἔκτακτο, κάτι τό ἀπερίγραπτα καί θαυμάσια ὄμορφο νά βλέπει πῶς τό λουλούδι ἔγινε εὐλογία γιά τόν κόσμο. Πόση εὐτυχία καί χαρά σκόρπιζε γύρω του! ΄Ἔπειτα κύταξε τή ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ.ὅμως ἔφριξε ἀπό ὅ,τι εἶδε. Ἡ ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ ἦταν ζωή φρίκης καί τρόμου. Παντοῦ σκορποῦσε τήν τυραννία, τό ἔγκλημα, τήν καταστροφή αὐτός, ποῦ τή ζωή τοῦ ἔβλεπε νά ξετυλίγεται. Τέτοιος ἐγκληματίας δέν εἶχε ξαναφανεῖ στό κόσμο, ποῦ αὐτός ζοῦσε, καί ἔσπερνε τή δυστυχία καί τόν τρόμο γύρω του. Καί τά δυό μποροῦν νά γίνουν, ὄχι βέβαια ταυτόχρονα, ἀλλά ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, εἶπε ὁ Θάνατος. Ποιό ἀπό τά δυό λουλούδια εἶναι τό λουλούδι τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ; Αὐτό δέν μπορῶ νά σού τό πῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Θάνατος. Μπορῶ ὅμως νά σού πῶ πῶς μόνο τό ἕνα ἄπ αὐτά τά λουλούδια μπορεῖ νά εἶναι τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου. Εἶδες τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου! Διάλεξε τό ἕνα ἀπό τά λουλούδια ποῦ ἔχεις στά χέρια σου. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ ποιό εἶναι τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Θά τολμήσεις ὅμως νά τοῦ ὁρίσεις ἐσύ τό μέλλον του; Θά τολμήσεις; Ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου; ΄Ἔκραξε μέ λαχτάρα ἡ μάνα. Πές μου, σέ θερμοπαρακαλῶ, ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου; Σῶσε τό ἀθῶο παιδάκι μου! Σῶσε τό παιδί μου ἀπό τή δυστυχία αὐτή καί ἀπό αὐτό τό φρικτό καί ἀπαίσιο μέλλον, ποῦ μου δημιούργησε φρίκη ἀπερίγραπτη βλέποντας τό. Δεῖξε μου τό καλό! Διάλεξε μόνη σου! Ἐγώ δέν μπορῶ νά σού τίποτε. ΄Ώ, δέν τολμῶ, ψέλισε μέ ἀπόγνωση ἡ μάνα. Δέν τολμῶ! Πάρε καλύτερα τό παιδί μου τώρα. Πάρτο στό βασίλειο τοῦ Θεοῦ μικρό ἀγγελούδι, ὅπως εἶναι. Λησμόνησε τά δάκρυά μου. Παράβλεψε τόν πόνο καί τή δυστυχία μου. Ξέχασε τίς προσευχές μου καί ὅ,τι εἶπα κι ἔκανα ὡς τώρα. Δέν καταλαβαίνω, εἶπε ὁ Θάνατος. Θέλεις πίσω τό παιδί σου ἤ θέλεις νά τό πάρω μαζί μου στήν ἄγνωστη χώρα τοῦ Θεοῦ; Ἡ μάνα ἔπεσε στά γόνατα. ΄Ὕψωσε τά χέρια της καί τά πλημμυρισμένα ἀπό δάκρυα μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της: (Κύριε καί Θεέ μου, μήν εἰσακούσεις τήν προσευχή μου, Σέ παρακαλῶ. Μή λάβεις ὑπόψη Σου ὅ,τι καί γιά ὅ,τι Σέ ἱκέτεψα καί ὅ,τι μέχρι τώρα ἔκανα γιά νά σώσω τό παιδί μου, ἐφόσον δέν εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά σου. Τό δικό Σου θέλημα εἶναι τό πιό σωστό καί τό πιό καλό καί ὄχι τό δικό μου. ω, μή μέ ἀκούσεις, Κύριέ μου. Μή πραγματοποιήσεις ὅ,τι Σου ζήτησα τόσο ἐπίμονα! (Οὔχ ὡς ἐγώ θέλω, ἄλλ ὡς Σύ !) Εἶπε ἡ μάνα καί ἔγειρε μέ βαθειά ὑποταγή τό κεφάλι Καί ὁ Θάνατος ἔφυγε μέ τό παιδί τῆς κατευθυνόμενος πρός τήν ἄγνωστη, ἀλλά μακάρια χώρα τοῦ Θεοῦ... πηγή:eusebiosvittis |
Κυριακή 2 Μαΐου 2021
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ…
Κυριακή 25 Απριλίου 2021
Ή σχέση του Αγίου Νεκταρίου με τον Άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη.
Πρέπει να ἐξετάζουμε τον ἑαυτό μας, ἄν εἴμεθα πιστοί. Και ἂν πιστεύουμε, να δείξουμε την πίστι μας με τα ἔργα μας.
Τετάρτη 14 Απριλίου 2021
Τό τι ακούω κάθε μέρα, είναι άνω ποταμών τί μου λέει ο κάθε ένας γιά τά παιδιά του καί γιά την οικογένειά του!
Κυριακή 11 Απριλίου 2021
Κάθε μέρα έλεγε το: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία…»
Ο προσκυνητής έβγαλε ένα βιβλίο που είχε μαζί, του στο ταξίδι που ονομάζεται «Αμαρτωλών Σωτηρία», εις το οποίον υπάρχουν διηγήσεις θαυμάσιων πραγμάτων».
«Και άρχισε να διαβάζει μιαν ωραιότατη διήγηση για κάποιον Αγαθόνικο, έναν αφοσιωμένο εις τον Θεό ανθρωπον, ο όποιος από την παιδική του ηλικία είχε διδαχθεί από τους ευσεβείς γονείς του να λέγει κάθε μέρα μπροστά εις την εικόνα της Μητέρας του Θεού την προσευχή πού αρχίζει με τα λόγια: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία…» Καμιά ημέρα δεν παρέλειψε να πει την προσευχή αυτή. Αργότερα, όμως, όταν ενηλικιωθεί και έφτιαξε την δική του ζωή, απορροφήθηκε από τις φροντίδες και τις φασαρίες της ζωής ώστε να αραίωση σιγά – σιγά την προσευχή αύτη, μέχρις ότου, τέλος, την σταμάτησε εντελώς.
Μίαν ήμέραν, όμως, συνέβη να φιλοξενήσει για μια νύκτα ένα προσκυνητή, ο οποίος του είπε ότι ήταν μοναχός από την Θηβαίδα της Αιγύπτου και ότι είχε δή ένα όραμα εις το οποίο διατάχθηκε να πάει να βρει τον Αγαθόνικο και να τον επίπληξη για το γεγονός ότι είχε σταματήσει την συνηθισμένη προσευχή του προς τη Μητέρα του Θεού. Ό Αγαθόνικος απήντησε ότι επί τόσα χρόνια πού έλεγε την προσευχή αύτη δεν είδε κανένα όφελος ούτε αποτέλεσμα. Εις αυτά ό ερημίτης απήντησε, λέγοντας:
«Θυμήσου, τυφλέ και άγνώμον άνθρωπε, πόσες φορές αύτη ή απλή προσευχή σε βοήθησε και σε έσωσε από καταστροφές. Θυμήσου, πώς μια φορά, όταν ήσουν πολύ νέος, σώθηκες κατά τρόπο θαυμαστό από βέβαιο πνιγμό. Δεν θυμάσαι, ακόμη, ότι μια επιδημία κάποτε, πού έστειλε εις τον τάφο ένα σωρό φίλους σου, εσένα δεν σε έθιξε καθόλου. Ξέχασες, όταν κάποτε πού οδηγούσατε μια άμαξα μ’ ένα φίλο σου, πέσατε κ’ οι δυο, ενώ δε αυτός έσπασε το πόδι του εσύ έμεινες σώος και άβλαβης; Λησμονείς, ότι ένας συνηλικιώτης φίλος σου, πού ήταν υγιής σαν σίδερο, τώρα κάμποσο καιρό, είναι κατάκοιτος άρρωστος και δυστυχισμένος, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν ξέρεις τι θα πει αρρώστια;
Γενικά, υπενθύμισε εις τον Αγαθόνικο, ένα σωρό ευεργεσίες του Θεού και τέλος συνεπλήρωσε λέγοντας: «Γνώριζε ότι όλα αυτά τα κακά απεσοβήθησαν από σένα, χάρις στην προστασία της Παναγίας Μητέρας του Θεού, εξ αιτίας αυτής της μικρής προσευχής δια μέσου της οποίας ύψωνες κάθε μέρα την ψυχή σου σε ένωση με τον Θεό. Από εδώ και εις το εξής πρόσεχε, μη παραλείπεις την προσευχή και την ανάμνηση της Βασίλισσας των Ουρανών κι αυτή ποτέ δεν θα σε εγκατάλειψη»
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ».
πηγή: http://www.diakonima.gr/
Τετάρτη 7 Απριλίου 2021
«Πρόσεξε καλά ἀγριοκαλόγερε Αὐγουστῖνε, να συμμορφωθῇς και να μη εισαι ἀντάρτης, διαφορετικά θα σε στείλω στην ἐξορία και θα σε βασανίσω».
Θὰ ἦτο ὅμως μεγίστη παράλειψις νὰ μὴ ἀναφέρωμε τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν τότε Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴν καὶ μετέπειτα Γεν. Ἀστυνομικὸν Διευθυντὴν καὶ στὸ τέλος Ἀρχηγὸν τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων Θεόδωρο Ρακιντζή, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸν ἡρωικὸν Αὐγουστῖνον, γιὰ νὰ τὸν κατατροπώσῃ καὶ ἐξευτελίσῃ.
Ο φύλακας άγγελος της Αγίας Τραπέζης
Δευτέρα 5 Απριλίου 2021
Κάποια φορά, ο Γέροντας «είχε φύγει» από το σώμα του...(Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης)
Κάποια φορά, ο Γέροντας «είχε φύγει» από το σώμα του. Όταν επέστρεψε, μετά από ώρες, είπε τι είδε και που πήγε:
-Έλειπα από το πρωί, δεν ήμουνα εδώ. Είχα φύγει από τον κόσμο αυτό, είχα πάει στον άλλο κόσμο.
-Γέροντά µου, μέχρι που πήγες;
-Μέχρι την πόρτα (του Παραδείσου).
-Πώς ήταν αυτή η πόρτα, μεγάλη, μικρή;
-Ο μισός Ουρανός είναι η πόρτα. Αλλά είναι μικρή για τους κακούς, ενώ για τους καλούς είναι ανοιχτή παντοτινά. Εκεί μέσα είναι και ψάλλουν εκατομμύρια Άγγελοι. Να ακούσεις αυτή την ψαλμωδία … δεν λέγεται.
Το μυαλό σου χάνεται.
Άμα ακούσεις τους Αγγέλους να ψάλλουν, θα σε πάρει ένα νέφος και θα σε ανεβάζει επάνω και συ θα κοιτάζεις και µόνο θα ακούς θα αλλοιωθείς τελείως ψυχικά και δεν θα θυμάσαι κανένα πράγμα της γης.
-Τους είδες, Γέροντα;
-Εγώ δεν μπήκα ούτε στην πόρτα. Απ’ έξω τους έβλεπα και τους κοίταζα και άκουγα τις ωραίες φωνές.
Λέω: «Θεέ µου, µη με στερήσεις από τη μεγάλη αυτή χαρά».
Γιατί, άμα φτάσει το μυαλό σας στην πόρτα εκεί, θα ακούσετε µιά ψαλμωδία, που δεν έχει γίνει ποτέ εδώ στον κόσμο.
Οι Άγγελοι, βλέπεις, είναι ασώματοι, δεν έχουν την ίδια υφή που έχουμε εμείς.
Είναι τόσο γλυκείς και δυνατοί που, άμα ακούσεις χίλιους Αγγέλους να ψάλλουν, χαλάει ο κόσμος από την ακοή που γίνεται με την ψαλμωδία.
Λες: «Τι είναι αυτό»; Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα, µ’ ακούς; Αλλά βλέπεις ότι είναι άλλα, αυτά είναι αγγελικά και οι Άγγελοι είναι αιώνιοι, δεν είναι προσωρινοί. Δεν είναι κράτος πού ζούνε πεντακόσια, χίλια χρόνια και μετά να πεθαίνουν. δεν πεθαίνουν ποτέ.
Είναι αιώνιοι. Εκεί, λοιπόν, είναι κάποιοι που λάμπουν σαν τον ήλιο, όπως η Παρθενία (η πρώην ηγουμένη της Μονής Δαδίου).
Διδακτικά και προφητικά αποφθέγματα του γέροντος Αμβροσίου Λάζαρη Πνευματικού της Ι. Μovής Δαδίου «Παναγία η Γαυριώτισσα»
simeiakairwn.wordpress
: «Εγώ πιστεύω βαθιά, μα πολύ βαθιά στον Θεό».
Κάποτε γνώρισα μια χριστιανή, η οποία σε ώρα γαλήνης με κάποια υπερτροφική αυτοπεποίθηση έλεγε: «Εγώ πιστεύω βαθιά, μα πολύ βαθιά στον Θεό».
Όταν όμως την επισκέφθηκαν διάφορες δοκιμασίες, γόγγυζε τόσο κατά της Πρόνοιας του Θεού, ώστε αν την άκουγε ένας πιστός έπρεπε να σφαλίσει τα αυτιά του για να μην την ακούει.
Τέτοιους δυστυχώς Χριστιανούς, άνδρες και γυναίκες, συναντούμε κάθε μέρα πολλούς. Και όμως λίγοι συναισθάνονται την αμαρτία τους και την εξομολογούνται.
Η επιπόλαιη και ρηχή πίστη μερικών Χριστιανών φαίνεται προπάντων όταν συμβεί να πάθουν κάτι ή να αρρωστήσουν.
Περνούν μια ζωή μαρτυρική. Βλέπουν ένα σπυράκι και υποπτεύονται αμέσως το κακό.
Νηστεύουν μία μέρα και αισθάνονται δήθεν τα γόνατά τους να τρέμουν.
Άλλοτε πάλι ξεροβήχουν, διότι νομίζουν ότι έχουν κολλήσει αρρώστια. Δεν προφταίνει να περάσει η μία ιδέα και τη διαδέχεται η άλλη.
Αυτά τα άτομα αποτελούν παθολογικά φαινόμενα αξιολύπητα, που μόνο μία πίστη βαθιά στον Κύριο θα μπορούσε να τα απαλλάξει από την κατάσταση αυτή και να τα κάνει να αισθανθούν τη χαρά της ζωής.
Αναφέρω παραδείγματα μερικών Χριστιανών, δήθεν πιστών.
Όταν συμβεί, λόγου χάρη, να πάρουν μια γριππούλα και αδιαθετήσουν, αμέσως ανησυχούν, γίνονται ταυτοχρόνως και ιδιότροποι, νευρικοί, τυραννικοί στους άλλους.
Θα πείτε, ανθρώπινη αδυναμία!
Ναι, ανθρώπινη αδυναμία, αλλά που έχει την αιτία της στην ολιγοπιστία μας και πρέπει να το εξομολογηθούμε.
Άλλοι πάλι, τους οποίους ο Θεός, δοκιμάζοντάς τους, επιτρέπει να μείνουν ένα χρονικό διάστημα άρρωστοι μελαγχολούν, διότι δεν μπορούν, π.χ., να πάνε στην Εκκλησία, να πάρουν μέρος στις τελετές, να νηστέψουν, να κάνουν δήθεν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Λες και το να υποταχθούν στο θέλημα του Θεού δεν ήταν καθήκον.
Τόσο επιφανειακή θρησκευτικότητα έχουν.
Δημήτριος Παναγόπουλος
Κυριακή 28 Μαρτίου 2021
«Δεν διαβάζω, παιδί μου, μελετώ. Τα λόγια της Αγίας Γραφής κρύβουν χρυσάφι καθαρό μέσα τους...>>
Κάποιος Μεσολογγίτης, περνώντας μία μέρα από εκεί τον ρώτησε:
«Τι διαβάζεις, π. Ευσέβιε;».
«Το Λόγο του Θεού, παιδί μου, το Ευαγγέλιο».
«Και τι λέει εκεί που διαβάζεις;».
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών»
(Ματθ. Ε’3)
Μετά από ημέρες, ξαναπέρασε ο Μεσολογγίτης και τον βρήκε πάλι να διαβάζει.
«Σήμερα τι διαβάζεις παππούλη, πού βρίσκεσαι;»
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών»
(Ματθ. Ε’3’)!
«Μα ακόμη εκεί είσαι; Τόσες μέρες το ίδιο διαβάζεις;»
«Δεν διαβάζω, παιδί μου, μελετώ. Τα λόγια της Αγίας Γραφής κρύβουν χρυσάφι καθαρό μέσα τους.
Θέλει μελέτη και πάλι μελέτη και ξανά μελέτη, μέρες, βδομάδες, ίσως και μήνες ολόκληρους, με βαθειά ταπείνωση και σωστή καθοδήγηση από κατάλληλο πνευματικό πατέρα και καθαρή καρδιά και Θεία Φώτιση, γιά να μπορέσεις αυτό το θησαυρό να τον φέρεις στην επιφάνεια!».
«Όποιος φυτεύει δένδρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού»
Ο αείμνηστος αγαπούσε πολύ το πράσινο και καθώς τα πεύκα ήταν σχεδόν άγνωστα στο νησί της Πάτμου, οι απλοϊκές γυναίκες όταν τα πρωτοείδαν φυτεμένα από εκείνον τα είπαν «Αμφιλοχιακά»!
Έκανε πρασιές πεύκων και από το φυτώριό του εφύτευε νέες ρίζες ο ίδιος και έδιδε και στους άλλους να φυτεύουν, συχνά μάλιστα τους υποχρέωνε στην εξομολόγησή των να φυτεύουν 2-5 πεύκα για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των (σοφή σκέψη σοφού πατρός!). 'Έτσι παρουσίασε λίγο πράσινο το κατάξερο νησί που τόσο αγαπούσε ο Άγιος Πατέρας.
«Όποιος φυτεύει δένδρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού», έλεγε πάντα στον κύκλο του.
Αυτό το αναγνωρίζει η Αγνή Ρουσοπούλου που γράφει στην εφημερίδα «Το Βήμα», της 8-10-1975:
«Στην προσπάθεια αυτή (της δενδροφυτεύσεως) μπορούν να βοηθήσουν και οι φωτισμένοι κληρικοί. Αρχή είχε κάμει ο μακαρίτης ήδη πατήρ Αμφιλόχιος στην Πάτμο, που ζητούσε από τους εξομολογουμένους σε ένδειξη μετανοίας να φυτέψουν ένα δένδρο».
Δεν εφρόντιζε μονάχα γιά το φύτεμά τους ο ίδιος, αλλά συγχρόνως, εκοπίαζε μαζί μου γιά το πότισμα των μικρών δένδρων στους άνυδρους μήνες του καλοκαιριού. Πίστευε πως γίνεται συνδημιουργός στη φύση με τον Πλάστη Θεό, όποιος φυτεύει είτε ποτίζει ένα δένδρο.
Ήταν πολύ αυστηρός προς τους εξομολογουμένους, όταν του έλεγαν ότι κατέστρεψαν ένα δένδρο.
Επειδή μιά Μοναχή είχε καταστρέψει ένα πεύκο, την υποχρέωσε να φυτεύσει πέντε πεύκα και να τα ποτίζει τρία χρόνια γιά να την συγχωρέσει ο Θεός!
Κι' όταν μεγάλωναν τα δένδρα, η χαρά του ήταν να βρίσκεται στην σκιά τους και να περνά ώρες ολόκληρες προσευχόμενος. Αινούσε μαζί με τα δένδρα τον Κύριο, όπως ψάλλει ο προφήτης: «Αίνείτε τον Κύριον τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι...
Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου» (Ψαλμός 148).
Λαχταρούσε να δει την Πάτμο καταπράσινη και πανηγύριζε στο άκουσμα ότι τα παιδιά της Πατμιάδος φύτεψαν χίλια ή δύο χιλιάδες πεύκα!! Πόσοι πατέρες δεν έζησαν στο νηπτικό περιβάλλον δένδρων και δασών, που η σκέψη του Θεού καλλιεργείται εύκολα μέσα στο Ναό της Φύσεως!
Σε πνευματικό του τέκνο στις 15-9-53 έγραφε από τον άγιο Μηνά Αιγίνης:
«Έχομε μιά μικρή ταράτσα, που εκεί πάνω τα βράδια γίνεται ο εσπερινός και το απόδειπνο, και μαζί με τας αδελφάς συμψάλλουν τα πεύκα και η θάλασσα, ο δε γκιώνης με την μελαγχολική του φωνή νομίζεις ότι λέγει το “Κύριε ελέησον” και έτσι τα πάντα εδώ μιλάνε, και δοξολογούν τον Πλάστη».
Μέσα στην φύση εύρισκε τον τρόπο να ζει το υπέρ φύσιν. Όλα τα δημιουργήματα τον συγκινούσανε, περισσότερο όμως τα δένδρα.
Πονούσε και έκλαιγε όταν διάβαζε στις εφημερίδες πως δάση ολόκληρα της Πατρίδας μας καίγονται, εγκληματίες καλούσε τους υπεύθυνους των πυρκαϊών.
Και δεν είχε άδικο! Δεν ξεύρω τι θα έλεγε σήμερα με τις ομαδικές πυρκαϊές σ' αυτόν τον άμοιρο τόπο μας, γιά τα ταπεινά συμφέροντα ωρισμένων ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων!
Προστάτεψε τα δάση μας, Γέροντα, από τους Ουρανούς που ευρίσκεσαι!
Πηγή: «Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής. Μιά σύγχρονη μορφή της Πάτμου 1888-1970)» σελ.47