Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

20 πρακτικές συμβουλές για ταπείνωση, Πρωτ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου

 

2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το.

3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι.

4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις.

5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς.

6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή.

7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι.

8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι.

9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι.

10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος.

11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό.

12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς.

13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή.

14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις. Κι εσύ φταις. Όχι ο άλλος.

15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη.

16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη.

17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν.

18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο, ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν.

19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε. Αγρύπνησε. Κάνε προσευχή.

20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι «τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή».

 

«Είθε αδελφοί μου, να ακολουθήσουμε όλοι μας, και πρώτος εγώ, τις ταπεινές αυτές συμβουλές, και να είστε βέβαιοι ότι θα σωθούμε.»

Πρωτ. Στέεφανος Κ. Αναγνωστόπουλος

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

«Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός»

 «Βρέθηκα κάποτε σε δύσκολη θέση εξ αιτίας των πολλών μου υποχρεώσεων, και πήγα να δω τον Γέροντα για να με στηρίξη.

Μέσα στα χιόνια με πολύ άσχημο καιρό έφθασα και χτύπησα την πόρτα.

Μου άνοιξε ο Γέροντας και με έβαλε μέσα γρήγορα .

 «Σε περίμενα » , μου είπε .

Εγώ φυσικά δεν τον είχα ενημερώσει.

Με έβαλε να καθήσω κοντά στην σόμπα και άρχισε με υπομονή να μου φτιάχνη τσάι .

Εβαλε νερό στο μπρίκι και έκανε το σταυρό του λέγοντας, « δόξα σοι ο Θεός! »

Έβαλε το τσάι στο μπρίκι , ξανάκανε το σταυρό του και ξαναείπε, « δόξα σοι ο Θεός! »

Έβαλε τέλος το μπρίκι στη φωτιά και ξανά πάλι το σταυρό του και ξανά, « δόξα σοι ο Θεός! »

Μέχρι τότε δεν μου είχε πει λέξη εκτός από το « σε περίμενα » .

Εγώ τον παρακολουθούσα και άρχισα να νευριάζω με την απάθειά του , γιατί εμένα με καίγανε τα δικά μου.

Όταν έβρασε το τσάι , μου έδωσε το κύπελλο , με κοίταξε με εκείνο το αθώο και συμπονετικό βλέμμα του και με ρώτησε ήρεμα τι είχα και γιατί φαινόμουν ανήσυχος.

Εγώ νευριασμένος άρχισα να του ξεφουρνίζω τα προβλήματά μου με έμφαση , τονίζοντας ότι ο κόσμος έξω έχει πολλές σκοτούρες.

Εκείνος μισοχαμογέλασε , ήπιε μια γουλιά από το δικό του τσάι και μου είπε απαθέστατα:

« Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός » .

Εγώ νευρίασα ακόμη περισσότερο και με το θάρρος που του είχα, γιατί τον αγαπούσα πολύ, του είπα:

« Ε, καλά τώρα, Γέροντα, ο Θεός βοηθάει μια, βοηθάει δυο. Υποχρεωμένος είναι να βοηθάει συνέχεια; » .

Τότε με κοίταξε σοβαρά και μου είπε κάτι που με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:

« Ναι » , μου είπε, « υποχρεωμένος είναι » .

Ήταν τόσο μεγάλη η σιγουριά του και τόσο φανερό ότι αυτό το ήξερε από πρώτο χέρι που ξαφνικά μου ήλθαν τα πάνω κάτω.

Μου έφυγαν τα νεύρα, ηρέμησα, ένιωσα μια απέραντη γαλήνη και είχα μόνο μία απορία που του την είπα : « Καλά, και γιατί είναι υποχρεωμένος ο Θεός να μας βοηθά; »

Την απάντηση που μου έδωσε , μόνο ένας άνθρωπος που νιώθει πραγματικά σαν παιδί του Θεού και έχει παρρησία στον πατέρα του μπορούσε να μου δώση.

Μου είπε : « Όπως εσύ που έκανες παιδιά ,νιώθεις τώρα την υποχρέωση να τα βοηθήσης και ξεκινάς από την Θεσσαλονίκη και έρχεσαι εδώ με τέτοιον καιρό γιατί ανησυχείς, έτσι και ο Θεός που μας έφτιαξε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας, και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήση. 

Ναι, υποχρεωμένος είναι! »

Η αμεσότητα αυτής της απάντησης ήταν τέτοια που ξαφνικά μου έφυγε ένα βάρος και έπαψα από τότε οριστικά να ανησυχώ για το μέλλον » .


Από το βιβλίο "Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου" Ιερομονάχου ΙΣΑΑΚ

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (Hans Christian Andersen, Ἀπόδοση ἀπό τά σουηδικά του π. Εὐσεβίου Βίττη μέ μικρή διασκευή)

Μιά μάνα καθόταν κοντά στό μικρό της παιδάκι. Ἦταν πολύ θλιμμένη. Φοβόταν πῶς θά πέθαινε. Τό παιδάκι ἦταν κάτωχρο. Τά ματάκια τοῦ κλειστά καί ἡ ἀναπνοή τοῦ μόλις ποῦ ἀκουγόταν. Ποῦ καί ποῦ ἀνάσαινε βαθιά σάν νά στέναζε. Καί ἡ μητέρα τοῦ θωροῦσε ὅλο καί πιό θλιμμένα τό φτωχό πλασματάκι.


Τότε ἀκριβῶς κάποιος χτύπησε τήν πόρτα. Ἡ μητέρα ἄνοιξε τήν πόρτα. Μπῆκε τότε ἕνας φτωχός γεροντάκος τυλιγμένος μέ ἕνα χοντρό μάλλινο ροῦχο, γιατί ἔξω ἦταν ἄγριος χειμώνας. Τά πάντα ἔξω ἦταν σκεπασμένα μέ χιόνι καί πάγο. Ὁ ἄνεμος σφύριζε ἄγρια καί μαστίγωνε ἀλύπητα τό πρόσωπο τοῦ ὅποιου ὁδοιπόρου.

Ἐπειδή ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπό τό κρύο, μόλις τό παιδάκι ἀποκοιμήθηκε γιά λίγο, βγῆκε ἡ μάνα ἔξω ἀπό τό δωμάτιο καί ἑτοίμασε ἕνα ζεστό στόν γέροντα. Ἡ μητέρα ξανακάθισε στό κάθισμά της δίπλα στόν γέροντα, κοίταξε μέ βλέμμα τρυφερό τό ἄρρωστο παιδάκι της, ποῦ ἀνάσαινε ὅλο καί πιό βαριά καί κράτησε στοργικά τό λεπτό του χεράκι.

Τί λές, εἶπε ἡ μητέρα στόν γέροντα, θά μπορέσω νά κρατήσω τελικά κοντά μου τό μικρό μου παιδί; Πιστεύω πῶς ὁ Κύριός μας δέν θά θελήσει νά μό΄ὕ τό πάρει.

Ὁ γέροντας, ποῦ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, κούνησε τό κεφάλι του, ἀλλά μέ τέτοιο τρόπο, ποῦ σήμαινε καί ναί καί ὄχι.
Ἡ μητέρα χαμήλωσε τό βλέμμα της. Δάκρυα καυτά κύλισαν στά μάγουλά της. Τό κεφάλι τῆς ἔγινε βαρύ. Τρεῖς νύχτες καί τρεῖς μέρες δέν ἔκλεισε μάτι. Καί τώρα ἐνίωθε ἀκατανίκητη τήν ἀνάγκη νά κλείσει τά μάτια της, ἔστω καί γιά λίγο. Τήν πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος, μόνο γιά λίγο ὅμως, γιατί ἀμέσως τινάχτηκε, ἀπότομα ἐνῶ ἔτρεμε ἀπό τό ξαφνικό κρύο στό πρίν ἀπό λίγο πολύ ζεστό δωμάτιο.

Τί εἶναι αὐτό πάλι; εἶπε κοιτάζοντας γύρω της. Νόμιζε πῶς ὀνειρευόταν.Ἀλλά ὄχι! ΄Ἦταν ξύπνια. ὅμως τό γεροντάκι εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Τό ἴδιο καί τό ἀγαπημένο τῆς παιδί. Τό εἶχε πάρει μαζί του! Στή γωνιά τό παλιό ρολόϊ τοῦ τοίχου γύριζε, ὁλοένα γύριζε. Τό βαρύ μολυβένιο του βαρύδι γλίστρησε βαριά στό δάπεδο. Μπούμ! ἀκούστηκε στή γαλήνη, ποῦ βασίλευε μέσα στό δωμάτιο. Καί τό ρολόϊ σώπασε κι αὐτό.

Ἡ φτωχή μητέρα πετάχτηκε ἔξω ἄπ τό σπίτι καί φώναζε ἀναζητώντας τό παιδί της.

Ἐκεῖ ἔξω μέσα στά χιόνια καθόταν μιά γυναίκα ντυμένη μέ μαῦρο μακρύ φόρεμα. Αὐτή εἶπε στή μητέρα. Ὁ θάνατος ἦταν στό σπίτι σου. Τόν εἶδα, ποῦ ἔφευγε βιαστικός μέ τό παιδί σου στήν ἀγκαλιά του. Τρέχει πιό γρήγορα ἄπ τόν ἄνεμο καί ποτέ δέν δίνει πίσω ὅ,τι πῆρε.

Πές μου, σέ παρακαλῶ, εἶπε ἡ πονεμένη μάνα, ποιόν δρόμο πῆρε; Δεῖξε μου τό δρόμο κι ἐγώ θά τόν βρῶ.

Ξέρω ποιόν δρόμο πῆρε, εἶπε ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα. Προτοῦ ὅμως σου δείξω τό δρόμο, πρέπει νά μοῦ τραγουδήσεις ὅλα τά τραγούδια, ποῦ τραγούδησες στό παιδί δού. Μοῦ ἀρέσουνε τόσο πολύ! Τά ἔχω ξανακούσει, ὅταν τά τραγουδοῦσες.

Θά σού τά τραγουδήσω ὅλα, ὅλα, εἶπε ἡ μάνα, ἀλλά μή μέ ἐμποδίζεις τώρα. Εἶναι ἀνάγκη νά συναντήσω τό θάνατο, νά βρῶ τό παιδί μου!
Ἡ νύχτα δέν ξαναμίλησε. ΄Ἔμεινε σιωπηλή καί σοβαρή.

Τότε ἡ μάνα ἔπλεξε τά χέρια της καί τραγούδησε καί ἔκλαψε. Καί ἦταν τόσο πολλά τά τραγούδια της! Μά ἀκόμα πιό πολλά τά δάκρυά της.

Ἡ νύχτα τότε τῆς εἶπε (πήγαινε πρός τά δεξιά, στό σκοτεινό δάσος. Ἐκεῖ εἶδα τό θάνατο νά πηγαίνει μέ τό παιδάκι σου.

Προχώρησε βαθιά μέσα στό δάσος ἡ μάνα ὅμως ἐκεῖ διασταυρωνόταν τά μονοπάτια. Δέν ἤξερε πιά πρός τά ποῦ νά πάει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἦταν κι ἕνας ἀγκαθωτός θάμνος. Δέν εἶχε οὔτε φύλλα οὔτε λουλούδια. Πῶς νά ἔχει, ἀφοῦ τώρα ἦταν χειμώνας; Στά κλαδιά τοῦ κρέμονταν μονάχα κρύσταλλα πάγου.

Μήπως εἶδες τό θάνατο νά περνάει ἀπό ἐδῶ μέ τό παιδάκι μου στήν ἀγκαλιά του; ρώτησε ἡ μάνα.

Καί βέβαια τόν εἶδα, εἶπε ὁ θάμνος. Δέ σού λέω ὅμως ποιό μονοπάτι πῆρε, ἄν δέν μέ ζεστάνεις πρῶτα στή μητρική σου ἀγκαλιά. Εἶμαι τόσο παγωμένος, σέ λίγο θά παγώσω ὁλότελα καί θά πεθάνω.

Ἡ μάνα ἀγκαλίασε τότε σφιχτά στό στῆθος τῆς τό θάμνο γιά νά ζεσταθεῖ. Τ ἀγκάθια τοῦ μπήχτηκαν στίς σάρκες της. Τό αἷμα ἀνάβλυζε καυτό ἄπ τίς πληγές τῆς μάνας. ὅμως ὁ θάμνος ζεστάθηκε. Καινούργια πράσινα φύλλα σκέπασαν τά κατάξερα κλωνιά του καί ἀνθοί πρόβαλαν πάνω σ αὐτά καταμεσίς στήν παγωμένη χειμωνιάτικη νυχτιά.

Τόσο θερμή ἦταν ἡ καρδιά τῆς πονεμένης μάνας! Ὁ θάμνος τότε τῆς ἔδειξε τό μονοπάτι, ποῦ ἔπρεπε νά πάρει.

Περπάτησε, περπάτησε ὅσο μποροῦσε πιό γρήγορα ἡ μάνα χωρίς οὔτε στιγμή νά κάτσει κι οὔτε γιά λίγο νά σταθεῖ νά ξαποστάσει.΄Ἔτσι ἔφτασε στήν ἀκτή μιᾶς θάλασσας ὅμως δέν βρίσκονταν ἐκεῖ οὔτε καράβι, μά οὔτε καί βάρκα. Ἡ θάλασσα δέν ἦταν τόσο παγωμένη γιά νά μπορεῖ νά τήν κρατήσει ἐπάνω της ὁ πάγος. Μά οὔτε πάλι τόσο ρηχή γιά νά μπορέσει νά τή διασχίσει περπατώντας στό βυθό της. Καί ὅμως ἔπρεπε νά περάσει, ἄν ἤθελε νά βρεῖ τό παιδάκι της.

΄Ἔσκυψε τότε χαμηλά καί ἄρχισε νά πίνει τό νερό τῆς θάλασσας.΄Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νά πιεῖ ὅλο τό νερό τῆς θάλασσας γιά ν ἀνοίξει ὁ δρόμος. Δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος.ὅμως ἡ πονεμένη μάνα σκεφτόταν μήπως γίνει κάποιο θαῦμα, γιά νά μπορέσει νά καταπιεῖ ὅλη τή θάλασσα.

Ὄχι, αὐτό δέ γίνεται τῆς εἶπε τότε ἡ θάλασσα. Θά ἤθελα ὅμως νά κάναμε οἱ δυό μας μιά συμφωνία, γιά νά σέ ἀφήσω νά περάσεις. Μοῦ ἀρέσει νά μαζεύω ὄμορφα μαργαριτάρια. Τά δικά σου μάτια εἶναι τά πιό φωτεινά καί τά πιό λαμπερά ἄπ ὅσα μέχρι τώρα εἶδα. ἄν μου τά δώσεις, θά σέ πάρω στή ράχη μου καί θά σέ μεταφέρω στό θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ μένει ὁ θάνατος καί φροντίζει καί καλλιεργεῖ λουλούδια καί δέντρα.

Κάθε λουλούδι καί κάθε δέντρο εἶναι κι ἀπό μιά ἀνθρώπινη ζωή.
Καί τί δέ θά δινα, γιά νά μπορέσω νά πάω ὡς τό παιδί μου,ἀπάντησε μέ δάκρυα ἡ μάνα. Καί ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥσπου τά μάτια τῆς ἔπεσαν στό βυθό τῆς θάλασσας καί ἔγιναν ἐκεῖ ἀτίμητα μαργαριτάρια.

Κι ἡ θάλασσα, πιστή στό λόγο της, τή σήκωσε στή ράχη της καί τή μετάφερε στήν ἀπένατι ἀκτή. Ἐκεῖ βρισκόταν ἕνα θαυμάσιο εὐρύχωρο σπίτι. Ἡ φτωχή μάνα δέν ἦταν σέ θέση νά μαντέψει, ἄν ἦταν κάποιο βουνό μέ δάσος καί σπηλιές ἤ ἄν ἦταν κάτι ἄλλο. Ἡ μάνα δέν ἔβλεπε πιά. Τά μάτια τῆς τά εἶχε δώσει στή θάλασσα.

Πῶς θά μπορέσω νά βρῶ τό θάνατο, ποῦ ἔφυγε μαζί μέ τό παιδί μου, ἀναρωτήθηκε ἡ μάνα.

Δέν ἦρθε ἀκόμα ἐδῶ, τῆς ἀποκρίθηκε τότε μιά φωνή.
Ἦταν μιά γερόντισσα, ποῦ φρόντιζε τό σπίτι τοῦ θανάτου.

Πῶς ὅμως μπόρεσες νά ἔρθεις ὡς ἐδῶ; τή ρώτησε. Ποιός σέ βοήθησε;

Ὁ Κύριος μέ βοήθησε, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα. Πιστεύω πὡς κι ἐσύ θά φανεῖς σπλαχνική. Θά μπορέσω νά βρῶ τό παιδί μου;

Δέν τό ξέρω, εἶπε ἡ γερόντισσα. Καί ἐσύ πάλι δέ βλέπεις. Πολλά λουλούδια καί δέντρα μαράθηκαν ἀπόψε κι ὁ θάνατος, ὅπου νά ναί, ἔρχεται γιά νά τά μεταφυτέψει. Θά ξέρεις πῶς κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό δέντρο του ἤ τό λουλούδι τῆς ζωῆς τοῦ ἐδῶ. Ἐξωτερικά φαίνονται σάν τά ἄλλα φυτά. ὅμως δέν εἶναι ἴδια μέ τά ἄλλα. Τοῦτα ἐδῶ ἔχουν καρδιά, ποῦ χτυπάει. Καί ἡ καρδιά τῶν παιδιῶν κι αὐτή τό ἴδιο πάλλει. Πάρε αὐτόν τό δρόμο. ΄Ἴσως ἀναγνωρίσεις τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ σου.΄Ὅμως πές μου τί θά μοῦ δώσεις, ἄν σου πῶ, τί πρέπει νά κάνεις ἔπειτα;

Δέν ἔχω τίποτε πιά νά δώσω, εἶπε ἀναστενάζοντας μέ πόνο ἡ μάνα. ὅμως θά μποροῦσα νά πάω ὡς τήν ἄκρη τοῦ κόσμου γιά χατήρι σου.

Δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη νά πᾶς ὡς ἐκεῖ, εἶπε ἡ γερόντισσα. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ δώσεις τά ὄμορφα μαῦρα σου μαλλιά. Τό ξέρεις καί ἡ ἴδια πόσο ὡραία εἶναι. Μοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ. Ἀντί γί αὐτά θά σού δώσω τά δικά μου ἄσπρα μαλλιά. Κάτι εἶναι κι αὐτό.

Αὐτό εἶναι ὅλο; Τίποτε ἄλλο μή μοῦ ζητήσεις καί τά μαλλιά μου σού τά δίνω μετά χαρᾶς! Καί τῆς ἔδωσε τά δικάτης μαῦρα μαλλιά καί πῆρε τά ἄσπρα της γερόντισσας.

΄Ἔπειτα πῆγαν στό μεγάλο θερμοκήπιο τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ ἔβλεπε κανείς λογής λογης λουλούδια καί δέντρα χίλιων λογιῶν. Ἐδῶ βρίσκονταν τριαντάφυλλα, πάρα πέρα χρυσάνθεμα καί πιό ἐκεῖ γαρύφαλλα ἐξαίσια. Μερικά φαίνονταν γερά, ἄλλα ἄρρωστα. Νερόφιδα ἀναπαύονταν πάνω σ αὐτά καί μαῦρες καραβίδες ἕσφιγγαν μέ τίς τανάλιες τούς τό κοτσάνι τους.

Ἀλλοῦ πάλι ὑψώνονταν μεγαλόπρεπα πλατάνια, ὡραιότατες φοινικιές, περήφανες βαλανιδιές κι ἀλλοῦ μοσχοβολοῦσε θυμάρι μέ ὄμορφα λιλά λουλουδάκια. Κάθε δέντρο καί κάθε λουλούδι εἶχε τό ὄνομά του. ΄Ὅλα ἀντιπροσώπευαν ἀνθρώπινες ζωές στόν κόσμο ἐτοῦτον. Καί ἦταν ζωές ἄλλες ἄπ τήν Κίνα, ἄλλες ἄπ τή Γροιλανδία, ἄλλες ἀπό τήν Εὐρώπη καί γενικά ἄπ ὅλον τόν κόσμο.

΄Ἔβλεπε κανείς δέντρα μεγάλα νά εἶναι φυτρωμένα σέ μιά μικρή γλάστρα, ἕτοιμη νά σπάσει. Κι ἔβλεπε ἐπίσης σέ κάποιες μεριές μερικά ἀρρωστιάρικα λουλούδια σέ παχειά γῆ μέ λίπασμα ἄφθονο, πολύ φροντισμένα, παραχαϊδεμένα θά λεγες.

 Ἡ φτωχή ὅμως μάνα ἔσκυβε στά πιό μικρά λουλουδάκια κι ἄκουγε τήν ἀνθρώπινη καρδούλα τους νά χτυπάει. Δέν ἄργησε ἀνάμεσα στά ἑκατομμύρια λουλούδια νά ἀναγνωρίσει τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ της.
Αὐτό εἶναι τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ μου, ἔκραξε ξαφνικά ἡ μάνα μέ ἀπέραντη συγκίνηση καί ἅπλωσε τά χέρια τῆς σ ἕνα μικρό μπλέ κρόκο, ποῦ ἔγερνε ἄρρωστος τό κεφαλάκι του σέ μιά πλευρά.

Μήν τό ἀγγίζεις! Φώναξε ἡ γερόντισσα. Στάσου ὅμως ἐδῶ κι ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος τόν περιμένω ἀπό στιγμή σέ στιγμή μήν τόν ἀφήνεις νά ξερριζώσει τό λουλούδι.

Γιά νά φοβηθεῖ, ἀπείλησε τόν πῶς ἄν τό ξερριζώσει, θά ξερριζώσεις κι ἐσύ ὅσα λουλούδια θά βρεθοῦν μπροστά σου. Εἶναι ὑπεύθυνος ἀπέναντι στό Θεό γιά κάθε λουλούδι καί δέν ἐπιτρέπεται χωρίς ἄδεια τοῦ Θεοῦ νά ξερριζωθεῖ κανένα.

Ξαφνικά μιά παγερή πνοή ἔγινε αἰσθητή, ὅπως τότε στό δωμάτιο μέ τό παιδί της. Ἡ τυφλή μάνα κατάλαβε πῶς ἦταν ὁ θάνατος, ποῦ εἶχε ἔθει.

Πῶς μπόρεσες νά βρεῖς τό δρόμο ὡς ἐδῶ; ρώτησε ἔκπληκτος. Πῶς μπόρεσες νά ἔρθεις μάλιστα πρίν κι ἀπό μένα;

Εἶμαι μάνα, ἀπάντησε ἁπλά ἡ μάνα. Καί ἡ μάνα τρέχει πιό γρήγορα κι ἄπ τό θάνατο!

Ὁ Θάνατος ἅπλωσε τό μακρύ του χέρι στό τρυφερό λουλουδάκι, ποῦ ἦταν τό λουλούδι τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά ἡ μάνα τό προστάτεψε μέ τά χέρια τῆς τόσο καλά, μά καί τόσο προσεκτικά, ὥστε δέν ἄγγιξε οὔτε ἕνα φυλλαράκι του. Ὁ Θάνατος τότε φύσηξε μέ τήν παγωμένη πνοή τοῦ πάνω στά χέρια της, κι ἦταν ἡ πνοή τοῦ τόσο παγωμένη, πιό παγωμένη κι ἄπ τόν κρύο ἄνεμο, ὥστε τά χέρια τῆς ἔπεσαν κάτω ἀδύναμα πιά.

Δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα ἐνάντια στό ἔργο μου, εἶπε ὁ Θάνατος.
Μπορεῖ ὁ Κύριός μας νά καταλύσει τό ἔργο σου, ἀποκρίθηκε ἡ μάνα.

΄Ὅμως κι ἐγώ τό θέλημά Του δέν κάνω; εἶπε ὁ Θάνατος. Εἶμαι ὁ κηπουρός του. Παίρνω τά λουλούδια του καί τά δέντρα του καί τά μεταφυτεύω στό μεγάλο κῆπο τοῦ Παραδείσου, ποῦ βρίσκεται σέ ἄγνωστη κι ἀλαργινή γιά σᾶς χώρα. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ λεπτομέρειες γιά τή ζωή τούς ἐκεῖ.

Δός μου τό παιδί μου, ἔκραξε μέ ἀπελπισία ἡ μάνα κλαίοντας κι ἅρπαξε μέ τά χέρια τῆς δυό ὄμορφα λουλούδια καί φώναξε μέ ἀπόγνωση στό θάνατο. Θά σού ξερριζώσω ὅλα τά λουλούδια! Εἶμαι τόσο ἀπελπισμένη, ποῦ δέν ξέρω πιά τί κάνω.

Μή! Μή τά ἀγγίξεις! Φώναξε τρομαγμένος ὁ Θάνατος. Λές πῶς εἶσαι δυστυχισμένη. Καί ὅμως, νά, ποῦ θέλεις νά κάνεις καί μιά ἄλλη μάνα δυστυχισμένη!

Μιά ἄλλη μάνα! Ἐπανέλαβε μηχανικά ἡ μάνα. Μιά ἄλλη μάνα! Ἡ φτωχή μάνα ἄφησε προσεκτικά τά δυό λουλούδια.

Πάρε πίσω τά δυό σου μάτια, εἶπε τότε ὁ Θάνατος. Τά ψάρεψα στή θάλασσα. ΄Ἔλαμπαν τόσο πολύ! Δέν ἤξερα ὅμως πῶς ἤτανε τά δικά σου μάτια. Πάρτα πίσω. Τώρα εἶναι πιό φωτεινά ἀπό πρίν. Καί τώρα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ ἐκεῖ παρακάτω. Θά σού πῶ τό ὄνομα τῶν δυό λουλουδιῶν, ποῦ ἤθελες νά ξερριζώσεις. Καί θά ἰδεῖς ὅλο τους τό μέλλον. Θά ἰδεῖς καί ὅλη τους τήν ἀνθρώπινη ζωή. Θά ἰδεῖς τί πήγαινες νά καταστρέψεις

Ἡ μάνα κοίταξε στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ Τί ἦταν ἐκεῖνο, ποῦ ἔβλεπε;
Θεέ μου! ἀναφώνησε. ΄Ἦταν κάτι ἔκτακτο, κάτι τό ἀπερίγραπτα καί θαυμάσια ὄμορφο νά βλέπει πῶς τό λουλούδι ἔγινε εὐλογία γιά τόν κόσμο. Πόση εὐτυχία καί χαρά σκόρπιζε γύρω του!

΄Ἔπειτα κύταξε τή ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ.ὅμως ἔφριξε ἀπό ὅ,τι εἶδε. Ἡ ζωή τοῦ ἄλλου λουλουδιοῦ ἦταν ζωή φρίκης καί τρόμου. Παντοῦ σκορποῦσε τήν τυραννία, τό ἔγκλημα, τήν καταστροφή αὐτός, ποῦ τή ζωή τοῦ ἔβλεπε νά ξετυλίγεται. Τέτοιος ἐγκληματίας δέν εἶχε ξαναφανεῖ στό κόσμο, ποῦ αὐτός ζοῦσε, καί ἔσπερνε τή δυστυχία καί τόν τρόμο γύρω του.

Καί τά δυό μποροῦν νά γίνουν, ὄχι βέβαια ταυτόχρονα, ἀλλά ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, εἶπε ὁ Θάνατος.

Ποιό ἀπό τά δυό λουλούδια εἶναι τό λουλούδι τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ;
Αὐτό δέν μπορῶ νά σού τό πῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Θάνατος. Μπορῶ ὅμως νά σού πῶ πῶς μόνο τό ἕνα ἄπ αὐτά τά λουλούδια μπορεῖ νά εἶναι τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου. Εἶδες τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ σου! Διάλεξε τό ἕνα ἀπό τά λουλούδια ποῦ ἔχεις στά χέρια σου. Δέν μπορῶ ὅμως νά σού πῶ ποιό εἶναι τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Θά τολμήσεις ὅμως νά τοῦ ὁρίσεις ἐσύ τό μέλλον του; Θά τολμήσεις;

Ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου;
΄Ἔκραξε μέ λαχτάρα ἡ μάνα. Πές μου, σέ θερμοπαρακαλῶ, ποιό εἶναι τό εὐλογημένο μέλλον τοῦ παιδιοῦ μου; Σῶσε τό ἀθῶο παιδάκι μου! Σῶσε τό παιδί μου ἀπό τή δυστυχία αὐτή καί ἀπό αὐτό τό φρικτό καί ἀπαίσιο μέλλον, ποῦ μου δημιούργησε φρίκη ἀπερίγραπτη βλέποντας τό. Δεῖξε μου τό καλό!

Διάλεξε μόνη σου! Ἐγώ δέν μπορῶ νά σού τίποτε.

΄Ώ, δέν τολμῶ, ψέλισε μέ ἀπόγνωση ἡ μάνα. Δέν τολμῶ! Πάρε καλύτερα τό παιδί μου τώρα. Πάρτο στό βασίλειο τοῦ Θεοῦ μικρό ἀγγελούδι, ὅπως εἶναι. Λησμόνησε τά δάκρυά μου. Παράβλεψε τόν πόνο καί τή δυστυχία μου. Ξέχασε τίς προσευχές μου καί ὅ,τι εἶπα κι ἔκανα ὡς τώρα.

Δέν καταλαβαίνω, εἶπε ὁ Θάνατος. Θέλεις πίσω τό παιδί σου ἤ θέλεις νά τό πάρω μαζί μου στήν ἄγνωστη χώρα τοῦ Θεοῦ;

Ἡ μάνα ἔπεσε στά γόνατα. ΄Ὕψωσε τά χέρια της καί τά πλημμυρισμένα ἀπό δάκρυα μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της:

(Κύριε καί Θεέ μου, μήν εἰσακούσεις τήν προσευχή μου, Σέ παρακαλῶ. Μή λάβεις ὑπόψη Σου ὅ,τι καί γιά ὅ,τι Σέ ἱκέτεψα καί ὅ,τι μέχρι τώρα ἔκανα γιά νά σώσω τό παιδί μου, ἐφόσον δέν εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά σου. Τό δικό Σου θέλημα εἶναι τό πιό σωστό καί τό πιό καλό καί ὄχι τό δικό μου. ω, μή μέ ἀκούσεις,
Κύριέ μου. Μή πραγματοποιήσεις ὅ,τι Σου ζήτησα τόσο ἐπίμονα! (Οὔχ ὡς ἐγώ θέλω, ἄλλ ὡς Σύ !) Εἶπε ἡ μάνα καί ἔγειρε μέ βαθειά ὑποταγή τό κεφάλι

Καί ὁ Θάνατος ἔφυγε μέ τό παιδί τῆς κατευθυνόμενος πρός τήν ἄγνωστη, ἀλλά μακάρια χώρα τοῦ Θεοῦ...


πηγή:eusebiosvittis

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Ὁ Θωμᾶς ἤθελε να ψηλαφή­σῃ, να πιάσῃ το Χριστό· ἐμεῖς μποροῦμε κάτι ἀνώτερο!!!!


 Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, κάποιος ἀπὸ σᾶς, ἄν­τρας ἢ γυναίκα, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ Χριστό; Ἂν ὑπάρχῃ, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θωμᾶς. Δὲν τὸν διώχνει ὁ Κύριος. Μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ τὸν ψηλαφήσῃ. Πῶς; Ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης, ποὺ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπεις πιστὰ τὸ Χριστό. Ποιός εἶνε ὁ καθρέφτης αὐτός; Τὸ Εὐαγγέλιο. Σᾶς δί­νω κανόνα· ἀπὸ σήμερα στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καὶ διαβάστε το μέ­χρι τῆς Ἀναλήψεως. Ἐκεῖ θὰ πεισθῆτε καὶ θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Θωμᾶς ἤθελε νὰ ψηλαφή­σῃ, νὰ πιάσῃ τὸ Χριστό· ἐμεῖς μποροῦμε κάτι ἀνώτερο. Μπορεῖς ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν ἀγγίξῃς, ἀλλὰ νὰ ἑνωθῇς μαζί του! Δυὸ πράγματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· τὸ ἕνα εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ ἄλλο, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε τὸ δισκοπότηρο. Αὐτὰ τὰ δυὸ δὲν τ᾽ ἀλλάζουμε οὔτε στὸ παραμικρό (βλ. Ματθ. 5,18). 

Τὸ βλέπεις τὸ δισκοπότη­ρο; Ἂν πιστεύ­ῃς, κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶνε μαργαριτάρι καὶ διαμάντι, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κοινώνησε καὶ ἔτσι θά ᾽χῃς τὸ Χριστὸ μέσα σου. «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» εἰσῆλθε ὁ Χρι­στὸς τότε, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» καὶ τώ­ρα μπαίνει μέσα μας· καὶ τὸν αἰσθανόμαστε!

Γέροντας Αυγουστίνος Καντιώτης

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 Anastasi_eikona«S.Drekou»aenai-EpAnastasi

Η δυτική εικόνα(δεξιά) παρουσιάζει μία σκηνή
την οποία κανείς δεν έχει δει.
Η απεικόνιση της Ανάστασης 
στην ανατολική και δυτική εικόνα 
του Δρ. Θεολογίας Αθανάσιου Μουστάκη 
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κυριότερα σημεία της ορθόδοξης εικόνας, η οποία επιγράφεται «Η εις Αδου Κάθοδος».

Πρώτα πρώτα πρέπει να εντοπίσουμε το ότι διαφέρει πλήρως από την δυτικότροπη απεικόνιση, η οποία παρουσιάζει το Χριστό να βγαίνει θριαμβευτής από τον τάφο, κρατώντας ένα σημαιάκι. Γύρω εκστατικοί, πεσμένοι στο έδαφος παρουσιάζονται οι στρατιώτες.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html

η δυτικότροπη εικόνα

Η δυτική εικόνα παρουσιάζει μία σκηνή την οποία κανείς δεν έχει δει. Η στιγμή της Αναστάσεως παραμένει μυστήριο κεκρυμμένο. Η ορθόδοξη προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική. Προβάλλει τα αποτελέσματα του γεγονότος της Αναστάσεως στον άνθρωπο και στον κόσμο.

Ο Χριστός στο κέντρο, φορά λαμπρόχρωμα ενδύματα και βρίσκεται μέσα σε δόξα, κρατά τα χέρια του Αδάμ και της Εύας και τους σηκώνει από το θάνατο, στον οποίο τους είχε οδηγήσει η εσφαλμένη επιλογή τους στον Παράδεισο. Με την κίνηση αυτή, η οποία είναι δυναμική, θα λέγαμε εκρηκτική, η προσοχή μας στρέφεται αμέσως στο κεντρικό νόημα της παράστασης: «και συν εαυτώ τον Αδάμ εγείραντα», η Σωτηρία του ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο βγαίνουν από τάφους.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html

η ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως που ονομάζεται «Εις Άδου Κάθοδος»

Ο Χριστός πατά γερά σε δύο κομμάτια ξύλου, τα οποία είναι τοποθετημένα σαν να σχηματίζουν σταυρό. Πρόκειται για τις πύλες (πόρτες) του Άδη τις οποίες ο Χριστός έσπασε με τη χάρη του σταυρού Του. Με το θάνατό του έκλεισαν, αλλά δεν στάθηκαν αρκετά ισχυρές για να τον κρατήσουν δέσμιό τους. Γύρω γύρω υπάρχουν καταστραμμένα, σκορπισμένα και αχρηστευμένα τα κλείθρα και οι αλυσίδες που μέχρι τότε έκλειναν την οδό διαφυγής από τον Άδη. Κάτω από όλα αυτά φαίνεται το μαύρο χρώμα του Άδη, το οποίο μέχρι την Ανάσταση αποτελούσε το τέλος για τον άνθρωπο.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html

Πάνω δεξιά και αριστερά διακρίνονται 
ο προφήτης Δαβίδ και ο προφήτης Ιωνάς.
εικόνα του 16ου αι. από την Ιερά Μονή Διονυσίου

Δεξιά και αριστερά από τον Χριστό συνωστίζονται οι άνθρωποι που είχαν ζήσει στη γη πριν από τον Χριστό. Όλοι προσδοκούν τη σωτηρία τους στρεφόμενοι προς Αυτόν. Ανάμεσά τους διακρίνουμε πρώτον τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά και τους δικαίους και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ.

Πίσω από τη σύνθεση παρουσιάζονται λόφοι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις στο πάνω τμήμα της παράστασης εικονίζονται οι προφήτες (π.χ. Δαβίδ και Ιωνάς) που είχαν προφητεύσει το μείζον γεγονός της Αναστάσεως κρατώντας ειλητάρια με τις προφητείες τους.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να αναφερθούμε στο λευκό ένδυμα του Χριστού, το οποίο συμβολίζει τη χαρά της Αναστάσεως και προεικονίζει τη δική μας Ανάσταση, η οποία θα ακολουθήσει.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html
Μονή Χώρας: Μια παράσταση στην οποία κυριαρχεί το λευκό 
του Ενδύματος Του Χριστού και Της Δόξας που Τον Περιβάλλει
2. H εικόνα της Αναστάσεως και οι Μυροφόρες 
«Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»


πολύ όμορφη τοιχογραφία με δύο Αγγέλους 
και στρατιώτες που κοιμούνται

Θεωρούμε επιβεβλημένο να αναφερθούμε στον δεύτερο τύπο της εικόνας της Αναστάσεως, η οποία εμφανίζεται στην ορθόδοξη παράδοση και διαφέρει από την εικόνα «Η εις Άδου κάθοδος». Η συγκεκριμένη εικόνα στηρίζεται πλήρως στη μαρτυρία των ευαγγελίων.

Ας δούμε, όμως, τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα:
Κεντρικό σημείο της παράστασης είναι ο κενός τάφος και ο άγγελος που μεταφέρει το μήνυμα της εγέρσεως στις μυροφόρες.

Την εικόνα συμπληρώνουν οι Μυροφόρες και, σε λίγες περιπτώσεις οι στρατιώτες που εικονίζονται να κοιμούνται.

Η σκηνή περιγράφεται σε όλα τα ευαγγέλια (Μτθ. 28:1-7, Μρκ. 16:1-7, Λκ. 24:1-8, Ιω. 20:1-10) με μικρές παραλλαγές. Το κύριο σημείο είναι ότι στο σημείο που είχαν αποθέσει το σώμα του Κυρίου πλέον υπάρχουν μόνο τα νεκρικά σάβανα. Κάποιος μεταφέρει αυτό το εντυπωσιακό μήνυμα στους επισκέπτες.

Η Ανάσταση του Χριστού έγινε σε χρόνο που δεν είναι με ακρίβεια προσδιορισμένος, αλλά πάντως κατά τη διάρκεια της νύχτας, Νωρίς το πρωί της Κυριακής, πλησιάζουν προς το μνήμα, στο οποίο είχαν αποθέσει το νεκρό σώμα, μία ομάδα από γυναίκες, οι Μυροφόρες:

«Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία» (Μτθ. 28:1),
«Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη» (Μρκ. 16:1),
«Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς» (Λκ. 24:10)
και «Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ιω. 20:1).
Το μόνο πρόσωπο που παραθέτουν και οι τέσσερεις ευαγγελιστές είναι η αγία Μαρία η Μαγδαληνή.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html

τοιχογραφία από τον Άγιο Νικόλαο Αναπαυσά Μετέωρα, Θεοφάνης ο Κρης, 1527

Έτσι, λοιπόν, οι Μυροφόρες, ανάμεσά τους και η Παναγία, όπως δέχεται η παράδοση, εικονίζονται στις παραστάσεις της Αναστάσεως κρατώντας, μάλιστα, κάποια σκεύη, στα οποία εμπεριέχονται τα μύρα με τα οποία θα αλείψουν το σώμα του Ιησού. Συνήθως, εικονίζονται δύο μορφές, η Παναγία και η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, ως «εκπρόσωποι» του ομίλου των Μυροφόρων.

Στα πρόσωπά τους εικονίζεται η έκπληξη για το παράδοξο θέαμα που αντικρύζουν, ενώ σε κάποιες εικόνες σε αυτά διαγράφεται η αγωνία του «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μρκ. 16:3). Σε μια κίνηση έκπληξης φέρνουν τα χέρια προς το πρόσωπο και στέκονται εκστατικές μπροστά στο θαύμα.

Στον κενό τάφο μπορούμε να δούμε το θέαμα που αντίκρυσαν οι Μυροφόρες: υπάρχουν μόνο τα σάβανα με τα οποία είχε τυλιχτεί το σώμα και το σουδάριομε το οποίο είχε καλυφθεί το κεφάλι. Η λεπτομέρεια των οθονίων παρατίθεται από τον ευαγγ. Λουκά, ο οποίος, μάλιστα, σημειώνει ότι τα είδε ο απ. Πέτρος, καθώς έγειρε το κεφάλι του για να ελέγξει τον τάφο: «ὁ δὲ Πέτρος ἀναστᾶς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια μόνα» (Λκ. 24:12), ενώ ο ευαγγ. Ιωάννης μας προσφέρει και τη λεπτομέρεια του σουδαρίου.

Μάλιστα, κάνει δύο αναφορές:
(α) «ὁ ἄλλος μαθητὴς [ο Ιωάννης] προέδραμεν τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθεν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν» (Ιω. 20:4-5)

και (β) «ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ιω. 20:6-7). Ακολουθώντας την τελευταία αναφορά, το σουδάριο διακρίνεται στις εικόνες από τα οθόνια και είναι τοποθετημένο ξεχωριστά.

Δίπλα στον τάφο εικονίζεται, συνήθως ένας, αλλά κάποτε και δύο άγγελοι, οι οποίοι φορούν λευκές φορεσιές. «Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ» (Μτθ. 28:2), «καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδοννεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν» (Μρκ. 16:5), «καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις» (Λκ. 24:4) και «Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω. ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ» (Ιω. 20:11-12).

Από τις βιβλικές αναφορές οι δύο κάνουν λόγο για έναν και οι δύο για δύο αγγέλους. Τη διαφοροποίηση αυτή, η οποία είναι άνευ ουσίας, ακολουθούν και οι ορθόδοξοι αγιογράφοι.

Συνήθως, ως επιγραφή της σύνθεσης αυτής υπάρχουν τα λόγια του αγγέλου, τα οποία είναι ένα μήνυμα και προς εμάς, πέρα από τις Μυροφόρες. Τα λόγια του αγγέλου, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο «οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ» (Μτθ. 28:6, Μρκ. 16:6 και Λκ. 24:6).

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html
φορητή εικόνα της Αναστάσεως Ρωσικής νοοτροπίας

Ένα σημείο που η εικόνα της Αναστάσεως διαφέρει, ελαφρώς, από τη μαρτυρία των ευαγγελίων είναι η παρουσία δίπλα στον κενό τάφο, σε λίγες περιπτώσεις, των στρατιωτών, οι οποίοι κοιμούνται. Καμία σχετική αναφορά δεν υπάρχει στα ευαγγέλια.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικόνα του 16ου αι. από την Ιερά Μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος, η οποία ακολουθεί. Σε αυτή συνδυάζονται και οι δύο ορθόδοξες απεικονίσεις ενωμένες σε μία παράσταση, στην οποία κυριαρχεί η «εις Άδου κάθοδος», ενώ σε μία ζώνη στο κάτω τμήμα της εικόνας παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία της εικόνας του κενού τάφου.
 
3. Μερικές παρατηρήσεις για την απεικόνιση της Ανάστασης

Αναμφίβολα η Ανάσταση του Κυρίου είναι το πλέον σημαντικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Αλλάζει τη σχέση του ανθρώπου με το θάνατο και τον απελευθερώνει από τη δυναστευτική εξουσία του. Πρόκειται για αλλαγή, ανακαίνιση καλύτερα, της σχέσεως του με το Θεό, τον περιβάλλοντα κόσμο, το συνάνθρωπο, αλλά και τον εαυτό του.

Η ορθόδοξη Εκκλησία είχε και έχει την υποχρέωση να μεταφέρει το μήνυμα της Αναστάσεως στον κόσμο μας, ώστε να γίνει κτήμα μας. Οι τρόποι που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ήταν και είναι πολλοί: το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η υμνογραφική παραγωγή, οι διδακτικότατοι βίοι των αγίων, η εικονογράφηση των ναών.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους εικονογραφικούς τύπους που συναντούμε σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες θα καταλήγαμε σε τρεις ομάδες με επιμέρους παραλλαγές:

  • Η εις Άδου Κάθοδος

α) «Η εις Άδου Κάθοδος». Στο κέντρο της συνθέσεως κυριαρχεί η μορφή του Χριστού, ο οποίος πατά ως νικητής στις συντριβείσες πύλες του Άδη κρατώντας από το χέρι τον Αδάμ και αποσπώντας τον από το θάνατο. Σε πολλές περιπτώσεις κρατά με δύναμη και το χέρι της Εύας εγείροντας την εκ νεκρών. Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα εμφανίζονται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και το πλήθος των δικαίων της προ Χριστού εποχής, οι οποίοι πίστευσαν το κήρυγμα του Χριστού, κατά την κάθοδο Του στον Άδη (εξ ου και ο τίτλος της συνθέσεως) και σώθηκαν.

Η ιδέα για τη σύνθεση αυτής της παράστασης προέρχεται από το χωρίο Αʹ Πέτρου 3:18-19 («θανατωθεὶς [ο Χριστός] μὲν σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασιν πορευθεὶς ἐκήρυξεν»).

Τα επιμέρους στοιχεία της προέρχονται από παράδοση της Εκκλησίας, η οποία καταγράφηκε στο ψευδεπίγραφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου (έκδοση από τον Constantin von Tischendorf, Evangelia Apocrypha, Leipzig, 1853: σελ. 302-311), στο οποίο παρατίθενται, από τη γραφίδα του αγνώστου σε εμάς συγγραφέα, «λεπτομέρειες» σχετικά με το τι συνέβη στον Άδη κατά την κάθοδο και παραμονή εκεί του Κυρίου.

Πέρα όμως από το ψευδεπίγραφο κείμενο που ήδη αναφέραμε η υμνογραφία των ημερών παρουσιάζει απόλυτη συμφωνία με αυτή τη σύνθεση.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html
Εικόνα, Θεοφάνης ο Κρής, Ι.Μονή Σταυρονικήτα, Αθως, 15ος αι.

Μονή Χώρα στην ΚΠολη

http://www.sophia-ntrekou.gr/2016/05/blog-post_4.html
Μανουήλ Πανσέληνος, Πρωτάτον Άθως, 13ος αι
  • Ο κενός τάφος
β) «Ο κενός τάφος». Ακολουθεί με πιστότητα τις ευαγγελικές διηγήσεις για την ταφή του Κυρίου και τα όσα την ακολούθησαν. Στη σύνθεση κυριαρχεί το κενό μνημείο, ο άγγελος και οι μυροφόρες. Σε κάποιες περιπτώσεις εικονίζονται και οι στρατιώτες που κοιμούνται.

Τοιχογραφία από τον άγιο Νικόλαο Αναπαυσά
στα Μετέωρα, Θεοφάνης ο Κρης, 1527.

(γ) Ο Χριστός την ώρα που εξέρχεται από τον τάφο. Μία σύνθεση δυτικής προέλευσης στην οποία εικονίζεται ο Χριστός κατά τη στιγμή της εγέρσεως, συνήθως κρατώντας ένα σημαιάκι («μπαϊράκι» το αποκαλεί ο Φώτης Κόντογλου), ενώ γύρω υπάρχουν οι έκπληκτοι ή κοιμώμενοι στρατιώτες. Ο τύπος αυτός φαίνεται να εμφανίζεται στη μεσαιωνική δύση (ίσως από τον 11ο αι.) και γίνεται περισσότερο γνωστός κατά τον 14ο αι. από τον Τζιόττο (Giotto di Bontone, 1266-1337). Μεγάλη άνθιση γνωρίσει και στην ανατολή κατά τον 16ο-18ο αι. με μεγάλη ποικιλία παραλλαγῶν, στην Κρήτη και στα Επτάνησα, ίσως λόγῳ της κυριαρχίας των Ενετών σε αυτά.

Επί της ουσίας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δυτικού τύπου εικόνα προσπαθεί να εικονίσει τη στιγμή της Αναστάσεως και τον τρόπο που το σώμα του Κυρίου εξέρχεται του μνήματος, τα οποία δεν είδε κανείς, ενώ στην «Εις Άδου Κάθοδον» με αφορμή τη βιβλική αναφορά (Α’ Πέτρου 3:18-19), παρουσιάζεται το σώμα του Κυρίου, αλλά όχι για να απεικονίσει τη στιγμή, μα για να προβάλει το αποτέλεσμα του γεγονότος. Το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τη σωτηρία του Αδάμ.

Με απλά λόγια η δυτική σύνθεση, με το Χριστό να εξέρχεται από τον τάφο, προσπαθεί να ανασυνθέσει ρεαλιστικά τη σκηνή. Αντιθέτως, η «Εις Άδου Κάθοδος» προσπαθεί να μας δείξει τα αποτελέσματα της Αναστάσεως στη ζωή μας.

Η σύνθεση του «Κενού τάφου» είναι τόσο γερά θεμελιωμένη επάνω στην ευαγγελική μαρτυρία, ώστε εκεί δεν τίθεται θέμα αξιοπιστίας ή αμφισβήτησης.

Στη σύνθεση αυτή δεν εικονίζεται το Σώμα του Κυρίου στον Άδη. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε ότι η ενσώματη απεικόνιση του Χριστού, ο οποίος «πατεῖ τὸν Ἄδην καὶ εγείρει τὸν Ἀδὰμ» δεν ενοχλεί τον Αγ.Ιωάννη Δαμασκηνό (Ελληνική Πατρολογία (PG) του J.-P. Migne 95.3165A), αλλά αντιθέτως τη θεωρεί απολύτως φυσιολογική και αποδεκτή. Μάλιστα, λίγο παρακάτω, στη στήλη 325D του ίδιου τόμου της Ελληνικής Πατρολογίας (PG) του J.-P. Migne ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός προχωρά σε μία αναλυτικότερη περιγραφή της.

  • Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε τα εξής: Η δυτική απεικόνιση περιγράφει μία φανταστικά ρεαλιστική σκηνή, την οποία αποφεύγουν να θίξουν ακόμη και οι βιβλικές αναφορές.

Οι δύο ορθόδοξες απεικονίσεις τονίζουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της Αναστάσεως στον άνθρωπο και προσπαθούν να τα προβάλουν με έναν απλό, κατανοητό, συμβολικό, αλλά και βαθύτατα θεολογικό τρόπο. Επίσης η μία έχει βιβλική αφετηρία και η άλλη ταυτίζεται πλήρως με την ευαγγελική μαρτυρία.

Συνεπώς, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα της εκλογίκευσης της σκηνής και της προσθήκης φανταστικών στοιχείων σε αυτή καλό θα ήταν να προχωρούμε στη διάκριση ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς τύπους αναπαραστάσεως της Αναστάσεως του Κυρίου.[3]