Απολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Προσευχῆς ἀενάου λαμπτὴρ νεόφωτε,
Κατουνακίων οἰκῆτορ,
Ἁγίου Ὄρους πυρσέ,
ὁ φωτίσας ἀρετῶν σου τοῖς πυρσεύμασι
πάντας, θειότατε Ἐφραίμ,
καὶ εἰς ὕψος ἐπαρθεὶς
θεώσεως ἀπαθείᾳ
καὶ νήψει, μὴ διαλείπῃς
Χριστὸν ἡμῖν καθιλεούμενος.
Ἕτερον Ὅμοιον
Τὸ γλυκύφθογγον δεῦτε καὶ καλλικέλαδον
Κατουνακίων στρουθίον,
πνευματοφόρον Ἐφραίμ,
ἀσκητῶν τῶν τῆς ἐρήμου ἰσοστάσιον,
μέλψωμεν ὕμνοις μελιχροῖς
νοερᾶς ὡς προσευχῆς
διδάσκαλον καὶ πυξίον
σκληραγωγίας σαρκίου,
αὐτοῦ λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Ο γέροντας παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης από λαϊκός είχε πολύ μεγάλη καθαρότητα.
Δεν ήξερε τι σημαίνει σαρκική αμαρτία και πώς επιτελείται. Οι κοπέλλες τον κορόϊδευαν «μισογύνη».
Αγαπούσε πολύ την μητέρα του ως λαϊκός.
Ο πατέρας του τον καταράστηκε, όταν του είπε ότι θέλει να γίνη μοναχός.
- «Να έχης την κατάρα των 318 Θεοφόρων Πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου», του είπε.
Αργότερα ήρθε και ο ίδιος και εμόνασε μαζί του, και ο παπα-Εφραίμ τον γηροκόμησε.
Όταν ήταν δόκιμος, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον Άγιο Παύλο να δώση το εργόχειρο.
Έλεγε στον δρόμο την ευχή και είχε μέσα του μία πολύ καλή κατάσταση που αυξανόταν.
Έκανε 30 τριακοσάρια από το Κελλί τους μέχρι το Μοναστήρι.
Όμως στο Μοναστήρι είδε μία σκηνή και μέσα του κατέκρινε έναν μοναχό.
Ε, αυτό ήταν!
Άρχισε να συστέλλεται η χάρις και στον γυρισμό έλεγε με πολλή δυσκολία την ευχή.
Μόλις κατάφερε να κάνη 4 τριακοσάρια.
-«Ήμουν νέος τότε», είπε, «και δεν γνώριζα να αντιμετωπίζω τους λογισμούς.
Πώς πήγα και πώς γύρισα!».
Όταν ο Γέροντάς του απεφάσισε να τον κάνη παπά, πήγαν στην Δάφνη για να βγουν έξω για την χειροτονία.
Είδαν το καράβι από μακρυά να έχη βάλει μπροστά, αλλά δεν μπορούσε να ξεκινήση.
Ο π. Εφραίμ παρακαλούσε από μέσα του να φύγη, να χάσουν το καράβι, για να μη γίνη η χειροτονία, διότι από ταπείνωση δεν ήθελε να γίνη παπάς.
Αλλά μόλις έφθασαν και ανέβηκαν στο καράβι, τότε μπόρεσε και ξεκίνησε.
Λες και τους περίμενε.
Έμεινε 42 χρόνια στην υπακοή σκληρού και αυστηρού Γέροντος.
Από την υπακοή πήρε την Χάρι.
Πολλές φορές σκέφτηκε να φύγη, γιατί δεν άκουγε μία καλογερική κουβέντα, αλλά έκανε υπομονή.
Στο τέλος έλεγε: «
Αν έφευγα τότε, δεν θα σωζόμουν».
Ο Γέροντάς του, παπα-Νικηφόρος, στο τέλος του ζήτησε συγχώρηση τρεις φορές ρωτώντας τον: - «Με συγχωρείς, παιδί μου;» και στους άλλους είπε:
-«Αυτός είναι άγγελος».
Είχαν ένα γατάκι και κάποια μέρα έκανε μία ζημιά.
Ο Γέροντάς του για κανόνα το έδεσε και το άφησε νηστικό.
Αυτό νιαούριζε συνέχεια και ο παπα-Εφραίμ το λυπόταν και παρακαλούσε τον Γέροντά του να το λύση, αλλά εκείνος αρνιόταν.
Τότε του λέγει:
-«Αύριο δεν θα κοινωνήσεις», επειδή ήταν Πνευματικός τού Γέροντός του, και ο Γέροντάς του τότε του είπε:
-«Και συ δεν θα λειτουργήσεις εις τον αιώνα τον άπαντα».
Σαν Γέροντας είχε αυτήν την εξουσία.
Τότε ο παπα-Εφραίμ τα χρειάσθηκε.
Ταπεινώθηκε και πήγε έβαλε μετάνοια στον Γέροντά του.
Εκείνος του είπε:
- «Εντάξει, εντάξει, και συ θα λειτουργήσεις, και εγώ θα κοινωνήσω».
Υπήρχε παλαιά ένας μοναχός Μάξιμος που όταν έψαλλε με το κατανυκτικό ύφος του,
οι πατέρες έκλαιγαν και η Παναγία τρόπον τινά ανταμείβοντάς τον έκανε να κουνιούνται τα καντήλια.
Και στην Λαύρα τον έβαλαν να ψάλη στην Παναγία την Οικονόμισσα όπου πάλι κουνιόνταν τα καντήλια.
Είχε φήμη αγίου μοναχού και θέλησε ο παπα-Εφραίμ να τον συναντήση.
Καθ’ οδόν είχε έναν εσωτερικό διάλογο:
– Ο γερω-Ιωσήφ σου άφησε κάποιο κενό που θα χρειασθή να το καλύψης με άλλον Γέροντα;
– Τοτε γιατί πηγαίνεις στον π. Μάξιμο;
Για να έχης μέσα σου συγκρίσεις με τον Γέροντα;
Αμέσως γύρισε στο Κελλί του και έλεγε: «
Στον Γέροντα που σας ωδήγησε ο Θεός, σ’ αυτόν να κάνετε υπακοή και να ρωτάτε.
Μη ζητάτε κάτι άλλο».
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 530 (επιλογή).