Διηγείται μια κυρία : Σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ’41 με ’42, όπου οι εκτελέσεις και οι σφαγές των αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις και οι εξορίες φοβερές, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα ως γνωστόν θέριζε τους πάντες.
Η οικογένεια της κυρίας αυτής όταν ήτο παιδούλα, ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά. Άνθρωποι της πολλής προσευχής και της πολλής ελεημοσύνης.
Η γιαγιά και ο παππούς όπως και οι γονείς των ήσαν πολύ ελεήμονες. Ελεούσαν τους πάντες, όσους ζητούσαν βοήθεια, στα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής.
Ήσαν φτωχοί. Αλλά ελεούσαν όμως, όπως και όσο μπορούσαν.
Κάποτε πέρασαν από την γειτονιά τους δυο τρείς ρακένδυτοι ζητιάνοι. Φαινόντουσαν όμως πολύ καθαρά ότι ήσαν και άρρωστοι. Τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπό τους, ήταν γεμάτο πληγές και πύον. Ήσαν μάλλον λεπροί. Γι’ αυτό και όλοι τους έκλειναν τις πόρτες. Όπως και στη γειτονιά τους.
Εκείνη την ώρα έφτανε ο παππούς που ήταν κάπου έξω, και είδε και είχε ακούσει τι είχε γίνει. Τους φώναξε, τους έβαλε στην αυλή γιατί ήταν καλοκαίρι, και με τη βοήθεια της γυναίκας του, της γιαγιάς, έπλεναν τις πληγές και το πύον, κατόπιν τους τάϊσαν, με ψωμί και ελιές και τους έδωσαν και το λίγο τυράκι που είχε απομείνει. Φεύγοντας τους έδωσαν και ένα μπουκάλι λάδι, το τελευταίο που υπήρχε απομείνει στο φτωχό ράφι της κουζίνας.
Τα παιδιά του βέβαια μουρμούριζαν όλα. Τα παντρεμένα παιδιά εννοώ.
– Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα ταΐσουμε τα μωρά μας; Τι θα δώσουμε στα παιδιά μας;
Και η απάντησις του παππού.
– Έχει ο Θεός!… Έχει ο Θεός.
«Έχει ο Θεός». Το πίστευε αυτό. Εμείς το λέμε αλλά δεν το πιστεύουμε.
Και ξεπροβόδησε τους τρεις αυτούς λεπρούς.
Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες, και άρχισαν να τον κακίζουν και να τον κατηγορούν. Όχι μόνον για την αδιακρισία του, όπως έλεγαν, αλλά γιατί μπορούσε και αυτός να κολλήσει αρρώστιες …
– Και μας θα μας κολλήσεις, του έλεγαν συνεχώς. Φτάνει που θα αφήσεις και τα παιδιά σου νηστικά.
Μπροστά σ’ αυτή τη διαγωγή, και του παππού βέβαια, και της γιαγιάς, όλοι είχαν μείνει, όλοι, με ανοιχτό το στόμα. Ο παππούς δεν είπε τίποτα. Έκανε το σταυρό του και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Και σε λίγο βγήκε τρέχοντας! Τρέχοντας και φωνάζοντας:
– Τρέξτε παιδιά μου, τρέξτε γείτονες! Όλα τα ράφια είναι γεμάτα και από ψωμιά!, και από τυρί!, και λάδια! … Ο Θεός έκανε το θαύμα Του. Ο Θεός ελεεί τους πιστούς του δούλους Του. Ελάτε να πάρετε όλοι σας.
Ναι χριστιανοί μου. Ο Θεός, έκαμε το θαύμα του, όπως το κάνει και κάθε μέρα σε όλους εκείνους που ελεούν με όλη τους την καρδιά. «Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Και άλλωστε βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος ότι μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Και τώρα σας ρωτώ χριστιανοί μου:
Είμαστε εμείς ελεήμονες; Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους Νεοέλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς δεν είναι. Ελεήμονες σαν τον παππού και σαν τη γιαγιά, με αυτόν τον τρόπο εννοώ ελεήμονες.
Δυστυχώς εμείς είμαστε οι κασιάρηδες. Άκαρδοι, άσπλαχνοι και τσιγκούνηδες. Και δεν ήσαν μόνο τα γερόντια αυτά, άνθρωποι της προσευχής, της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης, αλλά ήσαν και σωστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι τηρούσαν τις αργίες και τις νηστείες, έστω και στα γερατιά τους.
Εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν των θείων μυστηρίων τακτικά. Έκαμαν πνευματικό αγώνα τη νύχτα και είχαν φόβον Θεού και πολλή αγάπη.
Απο τα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
138 α- Κυριακή προ Χριστουγέννων 1996
http://agia-varvara.blogspot.gr/2011/02/blog-post_26.html