Ἐάν ἡ καταλαλιά θλίβῃ σε εἰς τόν ἀδελφόν σου, μνήσθητι ὅτι, ἐάν ἀκούσῃ, λυπηθῆναι ἔχει, καί διατρέπῃ ἀπαντῆσαι αὐτῷ, καί ἀναπαύῃ. Ἐάν ἡ ὑπερηφανία κατακυριεύσῃ σου, μνήσθητι ὅτι αὕτη ἀπόλλυσί σου ὅλον τόν κόπον, καί οὐκ ἔστι τοῖς συμπειθομένοις αὐτῇ μετάνοια, καί ἀναπαύσῃ
(Αββάς Ησαΐας)
Εάν δεις ότι σε καταπιέζει η καταλαλιά εναντίον του αδελφού σου, θυμήσου ότι θα λυπηθεί όταν την μάθει. Πόση ευγένεια! Πρόσεξε όχι μήπως εσύ κατηγορηθείς, συκοφαντηθείς και λυπηθείς, αυτό δεν έχει σημασία, αλλά πρόσεξε μη δώσεις αφορμή στον άλλον να λυπηθεί. Εάν λυπηθεί, πώς θα τον συναντήσεις; πώς θα επικοινωνήσεις μαζί του; Εσύ λοιπόν άλλαξε. Κάνε πως δεν ξέρεις τίποτε, αγνόησε τα πάντα. Εσύ, λόγου χάριν, με κατέκρινες, με κατελάλησες, είπες τα χείριστα για μένα, και εγώ το έμαθα. Ας μη σου δείξω ότι το γνωρίζω, ας κλείσω ακόμη και το στόμα εκείνου που έρχεται να μου αναγγείλει την καταλαλιά σου. Έτσι, αναπαύεσαι και εσύ, αναπαύομαι και εγώ και μπορώ άνετα να παρουσιάζωμαι ενώπιόν σου.
Όταν κανείς ξεκινά από το τι χαροποιεί τον άλλον και τι τον λυπεί, τότε η κοινωνική μας σχέσις είναι ασφαλής, μας ενώνει. Τα λόγια αυτά του αββά Ησαΐα μας θυμίζουν το πόσο αναγκαία είναι η συμβατικότης των ανθρωπίνων σχέσεων. Ενίοτε ξεχνάμε ότι πρέπει να είμαστε λεπτοί στην εξωτερική μας έκφρασι και, εν ονόματι μιας βαθύτερης εσωτερικής ειλικρίνειας, εν ονόματι της αλήθειας, οι σχέσεις μας γίνονται δαιμονικές αντί αληθινές.
Δεν επιτρέπεται να καταργώ την συμβατικότητα, διότι δεν μπορώ να λυπώ τον αδελφό μου. Γνωρίζω, παραδείγματος χάριν, ότι με μισείς. Σήμερα όμως με χρειάζεσαι ή σε έστειλαν σε μένα. Εγώ πρέπει να αγνοήσω ότι με μισείς, και αν τυχόν εσύ δεν μπορέσεις να συγκρατηθείς αλλά μου δείξεις κάτι, εγώ να κλείσω το στόμα μου, ώστε να είναι άψογες οι σχέσεις μας. Αυτό δεν είναι ψέμα, είναι αγάπη και αποδεικνύει ότι δέχομαι να προηγείσαι.
Ας υποθέσωμε ότι σε είδα να πέφτεις σε κάποιο παράπτωμα και σε κατέκρινα μέσα μου. Βέβαια, το ότι σε κατέκρινα είναι αμαρτία. Έρχεσαι αργότερα να ζητήσεις την γνώμη μου για το παράπτωμά σου και σου λέγω τι σκέφθηκα. Αυτό δεν είναι βοήθεια, αλλά σπάσιμο από την ώρα εκείνη του δεσμού μας. Δεν είναι ειλικρίνεια, τιμιότητα, σεβασμός, αλλά γεμάτη από αυτοϊκανοποίηση και χαιρεκακία αποκάλυψις της σκέψεώς μου, για να σε υποβιβάσω και να φανεί η δική μου αγιότητα. Πρέπει να σου το πω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην καταλάβεις τι σκέφθηκα και πληγωθείς· να κάνω όσο μπορώ μικρότερο το πταίσμα ώστε να έχεις την αντοχή, καθ’ εαυτόν ή στον πνευματικό σου ή και σε μένα, να ομολογήσεις το μέγεθος της αμαρτίας σου.
Ο,τιδήποτε μπορεί να λυπήσει τον πλησίον, ο,τιδήποτε έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημά του και την επιθυμία του, αυτό γίνεται κριτήριο της σχέσεώς μας, της τιμιότητάς μας, της ειλικρίνειάς μας, της αλήθειάς μας. Το υπερβαίνομε λοιπόν, για να μπορούμε να επικοινωνούμε.
Ας είμεθα αληθείς και ας μην ξεχνάμε την ανθρώπινη συμβατικότητα. Πρέπει να φαινώμαστε ότι θέλομε να έχωμε κοινωνία, και δεν χρειάζεται ούτε να εξηγούμε ούτε να εξηγούμεθα. Εξηγούμε μόνον στον Πατέρα μας, όταν μας το ζητά ή όταν πρέπει. Τους άλλους μόνον τους ρωτάμε. Πέρασα, λόγου χάριν, από μπροστά σου, δεν σε είδα και μετά σου εξηγώ: Με συγχωρείς, είχα το μυαλό μου αλλού, γι’ αυτό δεν σε είδα. Ό,τι και αν σου πω, από την ώρα εκείνη όλα με χωρίζουν από σένα. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να ζητήσω συγγνώμη, χωρίς να μεγεθύνω την απόστασι που δημιουργήθηκε μεταξύ μας, διότι δεν υπάρχει απάντησις που να ικανοποιεί τον λογισμό του ανθρώπου.
Ας έχουμε λοιπόν ως κριτήριο την ειρήνη του άλλου και ας προσέχωμε ποτέ να μην τον λυπήσωμε. Τότε η ειρήνη θα γεμίζει και την δική μας ψυχή.
Ας υποθέσουμε ότι θέλομε να διαβάσωμε, και κάποιος προτείνει να βγούμε έναν περίπατο. Γα να μη λυπήσωμε τον πλησίον, είναι προτιμότερο να αφήσωμε το διάβασμα;
Ειδικώς για το θέμα των συζητήσεων και της γλώσσης, λέγει ο αββάς Ησαΐας, δεν μπορούμε να καταργούμε το θέλημα του Θεού, προκειμένου να μη λυπήσωμε τον άλλον. Εάν λοιπόν δεν θέλεις να πας, θα τους εκφράσεις πρώτα την χαρά σου και την διάθεσή σου να τον ακολουθήσεις, θα του πης όμως, αδελφέ μου, είμαι άρρωστος, ή είμαι απασχολημένος, γι’ αυτό δυσκολεύομαι να έρθω μαζί σου, ώστε να μη στενοχωρηθεί. Εάν μπορείς βέβαια, καλό είναι να πας, εφ’ όσον και τα βιβλία μας λένε ότι ακόμη και στο κελλί σου εάν έρθει ο αδελφός σου και προσεύχεσαι, να σταματήσεις την προσευχή και να ασχοληθείς μαζί του. Εάν όμως σε πλησιάζει για να κουβεντολογήσει, εάν η πείρα σου σε έχει διδάξει ότι αυτός πίπτει συνεχώς λόγω της γλώσσης του, είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις την αμαρτία. Σε αυτή την περίπτωση θα του δείξεις την αγάπη σου, αλλά θα αρνηθείς. Αν λυπηθεί, είναι υπόθεσις δική του.
Ο νόμος του Θεού δεν σου επιτρέπει ούτε πολυλογία, ούτε να ακούς λογισμούς απιστίας ή αμαρτίας του άλλου, ή την σύγκρουσί του με τον Ηγούμενό του. Αν τον ακούσεις, γίνεσαι χειρότερος και από τον διάβολο, διότι του δίνεις αφορμή να αμαρτήσει περαιτέρω.
Εάν όμως εσύ του αρνηθείς και ο άλλος του αρνηθεί, θα κλεισθεί στο κελλί του, θα μείνει μόνος του και θα κανονίσει την πορεία του. Με το να διοχετεύει τα πάθη του, καθίσταται αδύνατη η παραμονή του στην πνευματική ζωή. Ο αββάς Ησαΐας λοιπόν δεν εννοεί να μη λυπήσουμε τον αδελφό μας όταν πρόκειται περί αμαρτίας, αλλά όταν ερχώμαστε σε αντίθεση μαζί του με το θέλημά μας, με την επιθυμία μας, με τον εαυτό μας.
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου,
"ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ - Ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα", εκδ. Ίνδικτος, σελ. 368-371.
ΠΗΓΗ: paterikakeimena